-
1 παιδικα
τά (pl. = sing.)1) любимец, баловень Thuc., Xen., Soph., Eur.2) любимое занятие(ἥ φιλοσοφία τὰ ἐμὰ παιδικά Plat.)
-
2 παιδικος
I31) детский, юношеский(ἄθλημα Plat.; ἡλικία, ἱμάτιον Plut.)
π. χορός Lys. — детский хор2) ребяческий, несерьезный(ἠλίθιος καὴ λίαν π. Arst.)
3) любимый, излюбленный (см. παιδικά См. παιδικα)4) любовныйπ. λόγος Xen. — любовная повесть
IIὅ любимец,(ἐρασταὴ καὴ παιδικοί Plat.)
-
3 ρυθμιζω
1) приводить в порядок, упорядочивать(ὕλην τινά Plut.)
τί δὲ ῥυθμίζεις τέν ἐμέν λύπην ὅπου ; Soph. — ты хочешь определить, в чем моя печаль?2) приводить во взаимное соответствие, делать стройным(τὰ μέλη Plut.)
3) складывать, строить, устраиватьῥ. τὸ πρόσωπον εἰς τὸ ἥδιστον Luc. — делать приятное выражение лица;
ῥυθμίζεσθαι πλόκαμον Eur. — убирать свои волосы4) направлять, воспитывать, учить(τὰ παιδικά Plat.)
5) поступать, обходиться -
4 παιγνίδι(ον)
τό1) игра; развлечение, забава;παιδικά παιγνίδια — детские игры;
2) (детская) игрушка;3) перен. игрушка, забава;αυτή η δουλειά μού είναι παιγνίδι(ον) — эта работа для меня — детские игрушки;
αυτό δεν είναι παιγνίδι(ον) — это дело не шуточное;
4) перен. орудие, игрушка;γίνομαι παιγνίδι(ον) στα χέρια κάποιου — стать игрушкой в чьйх-л. руках;
είναι παιγνίδι(ον) της γυναίκας του — жена вертит им (как хочет);
τό πλοίο έγινε παιγνίδι(ον) των κυμάτων
судно стало игрушкой волн;5) азартная игра; партия в азартной игре; встреча, матч (спорт.);χάνω το παιγνίδι(ον) — проигрывать;
κερδίζω το παιγνίδι(ον) — выигрывать; — б) шутка, проделка;
τούπαιξε ένα (άσχημο) παιγνίδι(ον) — он сыграл с ним (злую) шутку, § με παιγνίδια — играючи, без усилий
-
5 παιγνίδι(ον)
τό1) игра; развлечение, забава;παιδικά παιγνίδια — детские игры;
2) (детская) игрушка;3) перен. игрушка, забава;αυτή η δουλειά μού είναι παιγνίδι(ον) — эта работа для меня — детские игрушки;
αυτό δεν είναι παιγνίδι(ον) — это дело не шуточное;
4) перен. орудие, игрушка;γίνομαι παιγνίδι(ον) στα χέρια κάποιου — стать игрушкой в чьйх-л. руках;
είναι παιγνίδι(ον) της γυναίκας του — жена вертит им (как хочет);
τό πλοίο έγινε παιγνίδι(ον) των κυμάτων
судно стало игрушкой волн;5) азартная игра; партия в азартной игре; встреча, матч (спорт.);χάνω το παιγνίδι(ον) — проигрывать;
κερδίζω το παιγνίδι(ον) — выигрывать; — б) шутка, проделка;
τούπαιξε ένα (άσχημο) παιγνίδι(ον) — он сыграл с ним (злую) шутку, § με παιγνίδια — играючи, без усилий
-
6 υπόδημα
το (чаще πλ.)1) обувь;ανδρικά (γυναικεία, παιδικά) υπόδήματα — мужская (женская, детская) обувь;
λαστιχένια υπόδήματα — резиновая обувь;
2) сапоги -
7 χρόνια
τα (πλ. от χρόνος) года, годы, лета;τα πολλά χρόνια — многие, долгие годы;
παιδικά χρόν. — детские годы;
τα χρόνια είκοσι — двадцатые годы;
πόσω[ν] χρόνώ[ν] είσαι; — сколько тебе лет?;
είμαι είκοσι χρόνώ[ν] — мне двадцать лет;
από τα μικρά χρόνια — с юных лет;
όλα ( — или σ'ύλα) τα χρόνια — во все времени;
στα χρόνια μου — в мой годы;
τρία χρόνια πρίν — три года тому назад;
§ χρόνια πολλά — долгих лет жизни;
χρόνια έχω να... — давно не...;
από χρόνια — давно;
τα χρόνια φέρνουν τα φρόνια — посл, благоразумие приводит с годами;
εκατό χρονώ γάιδαρος περπατησιά δε μαθαίνει посл, горбатого могила исправит
См. также в других словарях:
παιδικά — παιδικόν of a child neut nom/voc/acc pl παιδικός of a child neut nom/voc/acc pl παιδικά̱ , παιδικός of a child fem nom/voc/acc dual παιδικά̱ , παιδικός of a child fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδικά περιοδικά — Περιοδικά έντυπα, γραμμένα ειδικά για παιδιά ή έντυπα που γράφονται από παιδιά, κυρίως της μέσης εκπαίδευσης, αλλά συχνά και της δημοτικής. Από τα πρώτα, αξιολογότερο περιοδικό θεωρείται η Διάπλασις των Παίδων, παρά το γεγονός ότι, στα νεότερα… … Dictionary of Greek
παιδίχ' — παιδικά , παιδικόν of a child neut nom/voc/acc pl παιδικά , παιδικός of a child neut nom/voc/acc pl παιδικά̱ , παιδικός of a child fem nom/voc/acc dual παιδικά̱ , παιδικός of a child fem nom/voc sg (doric aeolic) παιδικέ , παιδικός of a child… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδικάς — παιδικά̱ς , παιδικός of a child fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… … Dictionary of Greek
παιδική μουσική — Μουσική γραμμένη για ακρόαση ή εκτέλεση από παιδιά. Η καλή π.μ. χαρακτηρίζεται από ένα συγκεκριμένο θέμα, ζωντανό ποιητικό περιεχόμενο, γραφικές εικόνες και απλή και σαφή μορφή. Στα φωνητικά έργα δίνεται προσοχή στην έκταση της φωνής, στα… … Dictionary of Greek
Лундемис, Менелаос — Менелаос Лундемис (греч. Μενέλαος Λουντέμης Агиа Кирьяки Восточная Фракия 1912 * Афины 22 января 1977 года) известный греческий писатель Содержание 1 Биография 2 … Википедия
παιδικός — ή, ὁ (ΑΜ παιδικός, ή, όν) [παῖς, παιδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παιδί (α. «παιδική ηλικία» η περίοδος τής ζωής τού ανθρώπου από τη γέννηση έως την έναρξη τής ήβης θ. «παιδικό θέατρο» γ. «παιδικός χορός», Λυσ.) 2. παιδαριώδης,… … Dictionary of Greek
Γκόρκι, Μαξίμ — (Maksim Gorky, Νίζνι Νόβγκοροντ 1868 – Μόσχα 1936). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ρώσου συγγραφέα Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πέσκοφ. Ήταν γόνος οικογένειας βιοτεχνών. Έχασε μικρός τους γονείς του και έζησε τα παιδικά του χρόνια στο σπίτι των γονιών της μητέρας … Dictionary of Greek
Ντελόπουλος, Κυριάκος — (Κέρκυρα 1933 –). Βιβλιοθηκονόμος, βιβλιογράφος, συγγραφέας και μεταφραστής. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και βιβλιοθηκονομία στις ΗΠΑ. Σταδιοδρόμησε ως βιβλιοθηκάριος, αρχικά, και διευθυντής βιβλιοθηκών του Κολλεγίου Αθηνών … Dictionary of Greek
Πατριωτικό Ίδρυμα — Σωματείο που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1915 από τη βασίλισσα Σοφία. Η αρχική του ονομασία ήταν «Πατριωτικός Σύνδεσμος Ελληνίδων». Σκοπός του ήταν η περίθαλψη των οικογενειών των επιστράτων. Το 1917 αναδιοργανώθηκε με την ονομασία «Πατριωτικόν Ίδρυμα … Dictionary of Greek