-
1 πήματος
πή̱ματος, πῆμαmisery: neut gen sg -
2 βαθύς
1 lit., deepἐς βαθεῖαν πόντου πλάκα P. 1.24
βαθὺν πόντον περάσαις P. 3.76
ἁλὸς βαθεῖαν κέλευθον ἀνοίγων ( βαθείας Bergk e Σ.) P. 5.88ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ N. 4.36
“ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.44
2 met.a profoundβαθεῖαν ὑπέχων μέριμναν ἀγροτέραν O. 2.54
ἦν δὲ κλέος βαθύ pr. O. 7.52ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος O. 10.8
βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας O. 10.37
ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ O. 12.12
ἐς δὲ κίνδυνον βαθὺν P. 4.207
ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας i. e. from the depths of his soul N. 4.8b richτοῖσι μὲν ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχάν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν O. 13.62
ὅστις ἄνευθ' Ἑλικωνιάδων βαθεῖαν ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7B. 20.3 n. sing., pro adv. ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας (codd.: βαθὺν Bergk: βυθοῖ Wil.: in the depths) P. 2.794 frag. β]αθὺν δὲ δινῃ[ (supp. Lobel) fr. 51f.c -
3 ἐσλός
1-οῖσιν, -ά. ε̆σλ- O. 2.19
, O. 13.100, P. 3.66, N. 4.95; codd. often offer a v. l. ἐσθλ-.)1 adj., good, noblea of people.ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ O. 13.100
ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον καί νυν ἐσλοῖσι παρασχεῖν ἀνδράσι i. e. men like Hieron P. 3.66 ἄγγελον ἐσλὸν ἔφα (sc. Ὅμηρος)τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν P. 4.278
ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς (Wil.: ἀδελφεούς τ' ἐσθλοὺς codd.) P. 10.69ἐσλοῦ Πέλοπος N. 2.21
ἐσλὸν Τήλεφον I. 5.41
ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν (Calliergus: ἐς λόγον γε cod.) I. 8.60 πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν Παρθ. 2. 40.b of things, nobleἐσλῶν γὰρ ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει O. 2.19
ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλει δόμεν O. 8.84
τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη P. 4.175
εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ I. 5.13
2 subs.,a the nobleἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον O. 2.63
ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus: ἐσλὸν κακοῖς codd.) O. 2.97ξείνων δ' εὖ πρασσόντων ἔσαναν αὐτίκ ἀγγελίαν ποτὶ γλυκεῖαν ἐσλοί O. 4.5
λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον (Aristarchus: ἐσλός codd.) N. 1.24 ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος, ἐσλὸν αἰνεῖν” (v. l. ἐσλὸς: ἀντὶ τοῦ ἐσλοὺς Σ.) N. 3.29μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.95
χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν I. 3.7
πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι (Sylburg: δὲ ὅλοισιν codd.) fr. 121, cf. N. 8.22b of things, blessing, successτὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν O. 1.99
ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι δόμεν O. 8.84
ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ O. 12.12
ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸνβαρύνει μάλιστ ἐσλοῖσιν ἐπ ἀλλοτρίοις P. 1.84
ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.81
εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ P. 8.73
τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν P. 9.89
χαίρω δ' ὅτι ἐσλοῖσι μάρναται πέρι πᾶσα πόλις N. 5.47
ἅπτεται δ' ἐσλῶν ἀεί, χειρόνεσσι δ οὐκ ἐρίζει (? m. pl.) N. 8.22ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.6
βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ ὅσων Ἄργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.20
-
4 πεδαμείβω
1 exchange for c. acc. & gen.ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδμειψαν χρόνῳ O. 12.12
-
5 πῆμα
(πῆμα, -ατος, -α, -ατα nom.)1 pain, troubleπῆμα θνᾴσκει παλίγκοτον δαμασθέν O. 2.19
Μοῖρ' θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει παλιντράπελον O. 2.37
ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ O. 12.12
ἅντε δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι, καλὸν πῆμα P. 2.40
ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.81
μήτ' ὦν τινι πῆμα πορών P. 4.297
-
6 μεταμείβω
3 remove, τινὰ Λαμνόθεν dub. cj. in Pi.P.1.52; γᾶν τέκνων τέκνοις μ. hand down land to children's children, E.HF 796 (lyr.).II [voice] Med., change one's condition, ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων having escaped from.., Pi.P.3.96: abs., μεταμειβόμενοι ἐναλλάξ in turns, Id.N.10.55.2 c. acc., μεταμείβεσθαί τινί τι to change one thing for another, E.Ph. 831 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταμείβω
-
7 φλόξ
A flame of fire, Od.24.71, etc.;δεινὴ δὲ φλὸξ ὦρτο θεείου καιομένοιο Il.8.135
;τῆς δὲ [νηὸς] κατ' ἀσβέστη κέχυτο φλόξ 16.123
; ; more fully,φλὸξ Ἡφαίστοιο Il.17.88
, Od. l.c.;πυρός Pi.P.4.225
, E.Ba.8, Heracl. 914 (lyr.), Pl.Ti. 83b, etc. (but alsoφλογὸς αἰθέριον πῦρ Parm.8.56
); φλογὸς σπέρμα, of live charcoal, Pi.O.7.48; ἀναιθύσσειν, θύειν, E.Tr. 344, IT 1331; ἐγείρειν, παρακαλεῖν, X. Smp.2.24, Cyr.7.5.23;ἐμβαλεῖν τινι E.Alc.4
, Rh. 120;σβέσαι Th.2.77
;φ. ἀπέσσυτο Hes.Th. 859
;ἀπορρέουσα Pl.Ti. 67c
; φλογὸς ἀποσβεσθείσης ib. 58c: later in pl., flames, meteors, Arist.Mete. 341b2, Mu. 392b3, 400a30, Orph.L. 178, Nic.Fr.74.48.3 of other kinds of flame, φ. κεραυνία, οὐρανία, of lightning, A.Pr. 1017, E.Med. 144 (anap.); of the heat of the sun, A.Pr.22, Pers. 505, S.Tr. 696; flash of a miraculous cloud, Il.18.206; of precious stones,ψυχρὰ φ. Pi.Fr. 123.5
; the blade of a sword, LXX Jd.3.22, Aq., Thd.1 Ki.17.7.4 in similes and metaphors, φλογὶ εἴκελος, ἶσος, of fiery warriors, Il.13.330, 39; φ. οἴνου the fiery strength of wine, E.Alc. 758;φ. πήματος S.OT 166
(lyr.).II wallflower, Cheiranthus Cheiri, Thphr.HP6.6.2. -
8 ἀρχή
A beginning, origin,νείκεος ἀ. Il.22.116
;πήματος Od.8.81
;φόνου 21.4
, etc.; opp. τέλος, Hdt.7.51, etc.; opp. τελευτή, Thgn.607, cf. Pl.Lg. 715e, Hp.Morb.1.1;ἀ. γενέσθαι κακῶν Hdt.5.97
;ἀ. ποιήσασθαί τινος Th.1.128
, And.2.37, Isoc.12.120, etc.;ἀ. λαβεῖν τινός Aeschin.1.11
;τὰς ἀρχὰς εἰληφέναι Plb.4.28.3
; ἀρχὴν ὑποθέσθαι lay a foundation, D.3.2, etc.; (and [voice] Pass.,ἀρχαὶ βέβληνται Pi.N.1.8
);ἀρχὴν ἄρχεσθαί τινος Pl.Ti. 36e
; source of action, [ὁ ἄνθρωπος] ἔχει ἀρχὴν ἐλευθέραν Plot.3.3.4
.b with Preps. in adverbial usages, ἐξ ἀρχῆς from the beginning, from the first, from of old, Od.1.188, Xenoph.10, etc.;οὑξ ἀ. φίλος S.OT 385
;ἡ ἐξ ἀ. ἔχθρα D.54.3
;τὸ ἐξ ἀ. X.Cyn.12.6
; butπλουτεῖν ἐξ ἀ. πάλιν
anew, afresh,Ar.
Pl. 221;λόγον πάλιν ὥσπερ ἐξ ἀ. κινεῖν Pl.R. 450a
; ὁ ἐξ ἀ. λόγος the original argument, Id.Tht. 177c, etc.; τὰ ἐξ ἀ. the principal sum, Arist.Pol. 1280a30:—alsoἀπ' ἀ. Hes.Th. 425
, Hdt.2.104, Pi.P.8.25, A.Supp. 344, Pl.Tht. 206d; κατ' ἀρχάς in the beginning, at first, Hdt.3.153, 7.5;αὐτίκα κατ' ἀ. Id.8.94
;τὸ κατ' ἀ. Pl. Lg. 798a
, al.c acc. ἀρχήν, abs., to begin with, at first, Hdt. 1.9, 2.28, 8.132;τὴν ἀρχήν And.3.20
: pl.,τὰς ἀρχάς Plb.16.22.8
: freq. followed by a neg., not at all,ἀρχὴν μηδὲ λαβών Hdt.3.39
, cf. 1.193, al.;ἀ. δὲ θηρᾶν οὐ πρέπει τἀμήχανα S.Ant.92
;ἀ. κλύειν ἂν οὐκ.. ἐβουλόμην Id.Ph. 1239
, cf. El. 439, Philol.3, Antipho5.73, Pl. Grg. 478c; sts. c. Art.,τοῦτο οὐκ ἐνδέκομαι τὴν ἀ. Hdt.4.25
;τὴν ἀ. γὰρ ἐξῆν αὐτῷ μὴ γράφειν D.23.93
.2 first principle, element, first so used by Anaximander, acc. to Simp. in Ph.150.23, cf. Arist. Metaph. 983b11, etc.;Ἡράκλειτος τὴν ἀ. εἶναί φησι ψυχήν Id.de An. 405a25
; of ὕλη and θεός, opp. στοιχεῖα, Placit.1.3.25; practical principle of conduct, ; principles of knowledge, Arist.Metaph. 995b8, al.3 end, corner, of a bandage, rope, sheet, etc., Hdt.4.60, Hp.Off.9, E.Hipp. 762, Aen.Tact.18.14, Act.Ap.10.11; of a compound pulley, Hero Bel.84.14.4 Math., origin of a curve,τῆς ἕλικος Archim.Spir. 11
Def.2, etc.;ξυνὸν ἀ. καὶ πέρας ἐπὶ κύκλου περιφερείας Heraclit. 103
.6 sum, total, ib.Nu.1.2.7 vital organs of the body, Gal.1.318, al.II first place or power, sovereignty (not in Hom.),Διὸς ἀρχά Pi.O.2.64
, cf. Hdt.1.6, etc.;γενέσθαι ἐπ' ἀρχῆς Arist.Pol. 1284b2
: metaph., μεγάλην μεντἂν ἀ. εἴης εὑρηκώς, of a stroke of fortune, D.21.196: pl.,ἀρχαὶ πολισσονόμοι A.Ch. 864
(lyr.);τὰς ἐμὰς ἀρχὰς σέβων S.Ant. 744
, etc.: c. gen. rei, ; ἀ. τῶν νεῶν, τῆς θαλάσσης, power over them, Th.3.90, X.Ath.2.7, etc.: prov., ἀ. ἄνδρα δείξει Biasap.Arist.EN 1130a1, cf. D.Prooem.48; method of government,οὐδὲ τὴν ἄλλην ἀ. ἐπαχθής Th.6.54
.2 empire, realm, Κύρου, Περδίκκου ἀ., Hdt.1.91, Th.4.128, etc.3 magistracy, office, ἀρχὴν ἄρχειν, παραλαμβάνειν, Hdt.3.80, 4.147;καταστήσας τὰς ἀ. καὶ ἄρχοντας ἐπιστήσας Id.3.89
; εἰς ἀ. καθίστασθαι Th.8.70; εἰς τὴν ἀ. εἰσιέναι D.59.72, etc.; ἀ. λαχεῖν to obtain an office, Id.57.25;Ἑλληνοταμίαι τότε πρῶτον κατέστη ἀ. Th.1.96
;ἐνιαύσιος ἀ. Id.6.54
; ἀ. χειροτονητή, κληρωτή, Lex ap.Aeschin.1.21; withsg. Noun,Κυθηροδίκης ἀ. ἐκ τῆς Σπάρτης διέβαινεν αὐτόσε Th.4.53
; term of office, ;ἀρχαὶ καὶ λειτουργίαι POxy.119.16
(iii A.D.).4 in pl., the authorities, the magistrates,Th.
5.47, cf. Decr. ap. And.1.83; ἐν ταῖς ἀ. εἶναι Th.6.54; ἡ ἀρχή collectively, 'the board', D.47.22, cf. IG1.229, etc.;παραδιδόναι τινὰ τῇ ἀ. Antipho5.48
; but ἡ ἀ., of a single magistrate, PHal.1.226 (iii B.C.); κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς against authority, A.Supp. 485;πομποὺς ἀρχάς Id.Ag. 124
(anap.).6 pl., heavenly powers, Ep.Rom.8.38, al., cf. Dam. Pr.96; powers of evil, Ep.Eph.6.12, al.III = εἶδος μελίσσης ἀκέντρου, Hsch.
См. также в других словарях:
πήματος — πή̱ματος , πῆμα misery neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταμείβω — μεταμείβω, δωρ. τ. πεδαμείβω (Α) 1. μεταβάλλω, τροποποιώ («ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ», Πινδ.) 2. αλλάζω τη μορφή, μεταμορφώνω («ἐκ βοός... μετάμειβε γυναῑκα», Μόσχ.) 3. μεταφέρω, μεταβιβάζω, («γᾱν τέκνων τέκνοις μεταμείβει»,… … Dictionary of Greek
φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… … Dictionary of Greek