-
1 βροχή
η прям., перен. дождь;ραγδαία βροχ — проливной дождь, ливень;
ψιλή βροχ — мелкий дождь;
νερό της βροχής — дождевая вода;
σύννεφο της βροχής — дождевая туча;
πέσανε βροχή οι ακρίδες — саранча налетела тучей;
-
2 δαχτυλίδι
το см. δακτυλίδι[ον];§ τα δαχτυλίδι' άν πέσανε, τα δάχτυλα πομένουν ещё не всё потеряно -
3 κορμί
τό1) туловище; тело; корпус (тж. животного); торс (человека);έχω ωραίο κορμί — иметь красивую фигуру;
2) (человеческое) тело;πέσανε πολλά κορμίά σ' αυτή τη μάχη — много полегло (людей) в этом сражении;
§
χαμένο κορμί — никчёмный, пропащий человек -
4 μαζεύω
(αόρ. εμάζευσα и μάζεψα) 1. μετ.1) собирать (в разн. знач);μαζεύ βερεσέδια — собирать долги;
μαζεύω σοδειά — собирать, убирать урожай;
μαζεύω λουλούδια — собирать цветы;
μαζεύω τον κόσμο — собирать народ;
μαζεύω χρήματα — копить деньги;
μαζεύω γραμματόσημα — собирать марки;
2) подбирать (упавшее, тж. перен.);μαζεύ τα τσιγάρα μου, πού πέσανε — подбирать просыпанные сигареты;
μαζεύω τα πόδια μου — подобрать ноги;
μαζεύω τα
-
5 σύντριμμα
σύντρίμμι τό1) обломок; осколок; 2) πλ. обломки; осколки; груда обломков; развалины;απ' το σείσμό όλα πέσανε σύντρίμμια — в результате землетрясения всё превратилось в груду развалин;
τα σύντρίμματα τού αρχαίου ναού — развалины древнего храма;
§
έγινε σύντρίμμι — он превратился в развалину;τον έκανε σύντρίμμι η δυστυχία — горе его сокрушило
См. также в других словарях:
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
κορμί — το (ΑM κορμίον, Μ και κορμί και κορμίν) σώμα, κυρίως ανθρώπινο, αλλά και ζώου νεοελλ. ο κορμός τού σώματος ανθρώπου ή και ζώου 2. παράστημα, κορμοστασιά 3. άνθρωπος, άτομο, πρόσωπο, ανθρώπινη υπόσταση (α. «από τα λόγια τα μορφα κορμί μεγάλον… … Dictionary of Greek
Ναύπλιο — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 13.822 κάτ.) της ανατολικής Πελοποννήσου, πρωτεύουσα σήμερα του νομού Αργολίδος. Το Ν. ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της νεότερης Ελλάδας και έδρα του ομώνυμου δήμου, στην οποία υπάγονταν διοικητικά ο δήμος Ναυπλιέων και οι… … Dictionary of Greek
ξετεντώνω — ξετέντωσα, ξετεντώθηκα, ξετεντωμένος, κάνω κάτι να μην είναι τεντωμένο, χαλαρώνω: Ξετέντωσες το σκοινί και πέσανε τα ρούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξοπίσω — επίρρ. τοπ. 1. ξανά, απ την αρχή: Περίμενε να ξεράσει η θάλασσα ξοπίσω τους ναυαγισμένους. 2. διαδοχικά, το ένα μετά το άλλο: Τρία αστροπελέκια πέσανε, ένα ξοπίσω στ άλλο (Σολωμός). 3. στο μέλλον, μελλοντικά: Γιατί ξοπίσω συφορές με καρτερούνε κι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαγάνα — η 1. βυθοκόρος (βλ. λ.). 2. εκσκαφέας (βλ. λ.). 3. μτφ., πρόσωπο ή μηχάνημα που καταναλώνει υπερβολική ποσότητα οποιουδήποτε πράγματος (φαγητού, καυσίμων, χρημάτων κτλ.), φαγάδικος: Είναι φαγάνα στη βενζίνη, γιατί είναι παλιό αυτοκίνητο. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)