-
1 πέντε
Grammatical information: numer.Meaning: `five'.Compounds: As 1. member beside πεντε-, πεμπε- mostly πεντα- (Il.,; after ἑπτα-, δεκα-, τετρα- etc.); on πεντή-κοντα s. bel.Derivatives: From it the ordinal πέμπτος, Arc. πέμποτος (after δέκοτος), Gortyn. πέντος, with πεμπταῖος `belonging to the fifth (day), happening on the fifth (day)' (ξ 257); the adv. πεντάκις (Pi.) beside πενπάκι (Sparta; Kretschmer Glotta 3, 305), πεμπτάκις (D.S.); the collective πεμπάς f. `quintet' (Pl., X.) beside πεμπτάς (? Pl. Phd. 104a), πεντάς (Arist.) with πεντάδ-ιον n. `quintet' (pap. II-IIIp), πεμπαδ-ικός `fivefold' (Dam.). Adv. πέντα-χα (Μ 87), - χοῦ, -χῃ̃, - χῶς; adj. πενταξός `fivefold' (Arist.; διξός); subst. πεντάχα ἡ χείρ H. (cf. NGr. Lac. πεντόχτη `hand', Κουκσυλές Άρχ. 27, 61 ff.). Denom. verb, prob. from πεμπάς (Schwyzer 734 w. n 4): πεμπάζομαι, -ω `to count (by the five, with the five fingers)' (δ 412, A.), ἀνα- πέντε `count over, to calculate, to think over' (Pl., Plu.) with πεμ-παστάς m. (Dor.) `the counting one' (A. in lyr.; Fraenkel Nom. ag. 2, 33 ff.). -- From πεντήκοντα: πεντηκοσ-τύς f. `body of fifty', part of a Spart. λόχος (Th., X.) with πεντηκοστήρ, sec. - κοντήρ m. `commander of a πεντηκοστύς' (Cos, Th., X., Att. inscr.; Schwyzer 597 a. 531, Fraenkel Nom. ag. 1, 201, Benveniste Noms d'ag. 74).Etymology: Non-Aeol. πέντε, from where Pamph. πέ(ν)δε with weakening of the voiceless cons. after the (disappearing) nasal, Aeol. πέμπε and the other words for `five', e.g. Skt. páñca, Lat. quīnque, Lith. penkì, Goth. fimf, go all back on IE *pénkʷe. Beside it πέμπτος (second. πέντος; phonetic. or after πέντε) like Lat. quīntus, Lith. peñktas, Goth. fimfta from * penkʷtos. Both in πέμπτος and in πεμπάς, - άζομαι the π befor τ and α continues directly the labio-velar. The lengthening in πεντή-κοντα (PGr. η) appears not only in Skt. pañcā-śát- f., but also in Arm. yi-sun (i from IE ē); parallel with it Lat. quinquā-gintā (after quadrā-gintā?). -- Further on the Greek forms in Schwyzer 590, 592, 596, 598 and Sommer Zum Zahlwort 15 a. 19f.; on the other languages WP. 2, 25f., Pok. 808, W.-Hofmann s. quīnque, Mayrhofer s. páñca etc.; all w. rich lit.Page in Frisk: 2,506-507Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πέντε
-
2 πέντε
-
3 πέντε
-
4 πέντε
A five, Il.10.317, etc. ; τὰ πέντε κρατήσας having won the πένταθλον, Simon.155.11. (I.-E. penq[uglide]e, cf. Skt. páñca, Lith. penki, etc. 'five'.) -
5 πέντε
-
6 πεντε
эол. πέμπε οἱ, αἱ, τά indecl. пять Hom. etc. -
7 πέντε
πέντεfive: indeclform (numeral) -
8 πέντε
πέντε: five.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πέντε
-
9 πέντε
πέντε, οἱ, αἱ, τά, fünf -
10 πέντε
αριθ. άκλ. пять;τό πέντε — пятёрка;
§ τον πήγε πέντε πέντε — он струсил не на шутку;
εμεινε στούς πέντε δρόμους — он остался один-одинёшенек, у него ни кола ни двора;
άφησε τα παιδιά του στούς πέντε δρόμους — он бросил на произвол судьбы своих детей;
κάλλιο πέντε κοί στο χέρι παρά δέκα και καρτερεί — лучше пять наличными, чем десять в кредит; — лучше синицу в руки, чем журавля в небе
-
11 πέντε
{числит., 38}пять, пятеро.Ссылки: Мф. 14:17, 19; 16:9; 25:2, 15, 16, 20; Мк. 6:38, 41; 8:19; Лк. 1:24; 9:13, 16; 12:6, 52; 14:19; 16:28; 19:18, 19; Ин. 4:18; 5:2; 6:9, 13, 19; Деян. 4:4; 7:14; 19:19; 20:6; 24:1; 1Кор. 14:19; Откр. 9:5, 10; 17:10.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πέντε
-
12 πέντε
{числит., 38}пять, пятеро.Ссылки: Мф. 14:17, 19; 16:9; 25:2, 15, 16, 20; Мк. 6:38, 41; 8:19; Лк. 1:24; 9:13, 16; 12:6, 52; 14:19; 16:28; 19:18, 19; Ин. 4:18; 5:2; 6:9, 13, 19; Деян. 4:4; 7:14; 19:19; 20:6; 24:1; 1Кор. 14:19; Откр. 9:5, 10; 17:10.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πέντε
-
13 Πέντε
ПятьπέντεΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Πέντε
-
14 πέντε
пятьпятью пяти ΠέντεΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πέντε
-
15 πέντε
пять, пятеро.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πέντε
-
16 πέντε
-
17 πέντε
[пэнтэ] αριθμ. пять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πέντε
-
18 πέντε
+ ЧC 93-99-45-16-25=278 Gn 5,6.10.11.15.17 -
19 πέντε
[пэнтэ] αριθμ пять. -
20 πέντε
cinq
См. также в других словарях:
πέντε — five indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέντε — ΝΑ, αιολ. τ. πέμπε Α άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο δηλώνει την ποσότητα που προκύπτει όταν σε τέσσερεις μονάδες προστεθεί άλλη μία, καθώς και το σύμβολό του νεοελλ. 1. (με άρθρ. ουδ. ως ουσ.) το πέντε καθετί που φέρει αυτόν τον αριθμό… … Dictionary of Greek
πέντε — (αριθμ. απόλ.), αριθμός που δείχνει πέντε μονάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πέντε Λιμάνια — (Cinqu Ports). Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται, από την εποχή του Εδουάρδου του Εξομολογητή (11ος αι.), τα αγγλικά λιμάνια Ντόβερ, Σάντουιτς, Ρόμνει, Χάιδ και Χάστινγκς (αργότερα προστέθηκαν και τα Γουίντσελσι και Ράι), που βρίσκονται απέναντι… … Dictionary of Greek
Πέντε Βρύσες — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εξαλόφου … Dictionary of Greek
Πέντε Εκκλησιές — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ.) στην πρώην επαρχία Σουλίου του νομού Θεσπρωτίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (9 τ. χλμ.) … Dictionary of Greek
Πέντε Πηγάδια — Στρατηγικό πέρασμα κοντά στη Φιλιππιάδα της Ηπείρου. Στη θέση αυτή έγιναν, σε διάφορες ιστορικές περιόδους, πολεμικές επιχειρήσεις ανάμεσα στις ελληνικές κα τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις. Στη διάρκεια του Eλληνοτουρκικού πολέμου του 1897 ο… … Dictionary of Greek
πένθ' — πέντε , πέντε five indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέντ' — πέντε , πέντε five indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek