Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ο+τρόπος

  • 81 быт

    [μπύτ"] ουσ α τρόπος ζωής

    Русско-эллинский словарь > быт

  • 82 манера

    [μανιέρα] ουσ θ τρόπος συμπεριφορά, ύφος, στυλ

    Русско-эллинский словарь > манера

  • 83 способ

    [σπόσαπ] ουσ α τρόπος

    Русско-эллинский словарь > способ

  • 84 средство

    [σριέτστβα] ουσ ο μέσον, τρόπος

    Русско-эллинский словарь > средство

  • 85 аллюр

    α.
    το βάδισμα, η περπατησιά, ο τρόπος του βαδίσματος.

    Большой русско-греческий словарь > аллюр

  • 86 аффектация

    θ.
    προσποίηση, επιτήδευση• αφύσικος τρόπος συμπεριφοράς.

    Большой русско-греческий словарь > аффектация

  • 87 бортничество

    ουδ.
    αρχέγονος τρόπος μελισσοκομίας.

    Большой русско-греческий словарь > бортничество

  • 88 брасс

    α.
    (αθλτ.) μπράς,τρόπος κολύμβησης.

    Большой русско-греческий словарь > брасс

  • 89 верный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно
    1. πιστός•

    верный друг πιστός φίλος•

    верный слуг πιστός υπηρέτης•

    -ая жена πιστή σύζυγος•

    верный своим убеждениям πιστός στις ιδέες του.

    2. σίγουρος•

    верный способ σίγουρος τρόπος.

    3. αληθινός, -θής, πραγματικός, σωστός, ακριβής•

    -ое изображение πραγματική απεικόνιση•

    -ое решение задачи σωστή λύση του προβλήματος•

    верный перевод πιστή μετάφραση.

    4. αναπόφευκτος•

    -ая гибель αναπόφευκτη (σίγουρη) καταστροφή.

    5. αλάθευτος, -θητος•

    -ая рука σίγουρο χέρι.

    Большой русско-греческий словарь > верный

  • 90 вкус

    α.
    1. γεύση•

    горький вкус πικρή γεύση•

    кислый вкус ξυνή γεύση•

    органы -а τα όργανα της γεύσης•

    приятный вкус ευχάριστη γεύση•

    пробовать на вкус γεύομαι, δοκιμάζω τη γεύση.

    2. κλίση, τάση•

    вкус к поэзии κλίση στην ποίηση.

    || γούστο, αρέσκεια•

    на мой вкус κατά το γούστο μου•

    он был одетым со вкусом ήταν ντυμένος με γούστο, γουστόζικα•

    у нее хороший вкус αυτή είναι νόστιμη, -μούλα•

    приобрести вкус αποκτώ καλή συνήθεια•

    это дело -а αυτό είναι κατά το γούστο του καθενός.

    3. τρόπος, στυλ•

    ваза в античном -е δοχείο αρχαίου στυλ.

    εκφρ.
    о -ах не спорят – περί ορέξεως ουδείς λόγος•
    войти во вкус – ορέγομαι, επιδίδομαι, με πάθος•
    входить во вкус – αρχίζω να γεύομαι, να αισθάνομαι ικανοποίηση.

    Большой русско-греческий словарь > вкус

  • 91 выговор

    α.
    1. προφορά, τρόπος προφοράς.
    2. επίπληξη, επιτίμηση. || μομφή, ψόγος•

    выговор с предупреждением μομφή με προειδοποίηση ήεΐδος ποινής).

    Большой русско-греческий словарь > выговор

  • 92 вынос

    α.
    1. εξαγωγή, μεταφορά, μετακόμιση, κουβάλημα.
    2. εκβολή, προβολή.
    3. εκφορά•

    вынос тела из квартиры η εκφορά του νεκρού από την κατοικία.

    4. τρόπος ζεύξης των αλόγων στο αμάξι.
    5. πρόσχωμα.

    Большой русско-греческий словарь > вынос

  • 93 двоякий

    επ., βρ: -як, -а, -о
    δύο ειδών, διπλός, διττός, δίμορφος, διπλόμορφος• διφορούμενος•

    -ое значение διπλή σημασία•

    двоякий способ διπλός τρόπος•

    -ая польза διπλή ωφέλεια•

    -ая опасность διπλός κίνδυνος•

    двоякий смысл διπλή έννοια•

    -ого рода δυό ειδών.

    Большой русско-греческий словарь > двоякий

  • 94 деляческий

    επ.
    ωφελιμιστικός, συμφεροντολογικός, χρησιμοθηρικός•

    деляческий подход к делу ωφελιμιστικός τρόπος ενέργειας προς την υπόθεση.

    Большой русско-греческий словарь > деляческий

  • 95 доктринёрский

    επ.
    σχολαστικός•

    доктринёрский подход к делу σχολαστικός τρόπος χειρισμού της υπόθεσης.

    Большой русско-греческий словарь > доктринёрский

  • 96 жанр

    α.
    1. είδος (τέχνης ή λογοτεχνίας).
    2. ζωγραφική (με περιεχόμενο από την καθημερινή ζωή). || νατουραλιστικό λογοτεχκό έργο.
    3. στυλ, τρόπος, τύπος, ρυθμός.

    Большой русско-греческий словарь > жанр

  • 97 житьё

    ουδ.
    ζωή, βίος (για συνθήκες)•

    солдатское житьё η ζωή του στρατιώτη•

    ему плохое житьё αυτός ζει (περνά) άσχημα•

    житье-бытье τρόπος ζωής•

    ему житьё αυτός ζει πλουσιοπάροχα•

    нет -я ζωή ανυπόφορη.

    Большой русско-греческий словарь > житьё

  • 98 замашка

    θ.
    συνήθεια, τρόπος, ήθος, συμπεριφορά, φέρσιμο•

    барские -и αρχοντική συνήθεια ή αρχοντικό φέρσιμο.

    θ.
    (διαλκ.) είδος κανναβιού.

    Большой русско-греческий словарь > замашка

  • 99 капиталистический

    επ.
    καπιταλιστικός, κεφάλα ιοκρατικός•

    капиталистический способ производства καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής•

    -ие производственные отношения καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις•

    -ое общество κεφαλαιοκρατική κοινωνία•

    -ая эксплуатация η εκμετάλευση του κεφαλαίου.

    Большой русско-греческий словарь > капиталистический

  • 100 каскад

    α.
    1. καταρράχτης. || μτφ. χείμαρος• πλήθος, αφθονία•

    каскад красноречия χεί-μαρος ευφράδειας•

    каскад слов χείμαρος λέξεων.

    2. τρόπος πτώσης από το άλογο.
    3. (τεχ.) σύμπλεγμα•

    каскад гидроэлектростанций σύμπλεγμα υδροηλεκτρικών σταθμών.

    Большой русско-греческий словарь > каскад

См. также в других словарях:

  • τροπός — twisted leathern thong masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόπος — turn masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν …   Dictionary of Greek

  • τρόπος — ο 1. σύστημα ενέργειας, μέθοδος, μέσο: Υπάρχει τρόπος να πετύχεις. 2. μτφ., διαγωγή, συμπεριφορά, φέρσιμο: Έχει καλούς τρόπους. 3. επιτηδειότητα, λεπτότητα, ικανότητα: Τα ζήτησε με τρόπο και τα πήρε. 4. περιουσία, χρήματα, το βιος: Έχει τον τρόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροπός — ο, ΝΑ ο τροπωτήρας αρχ. δοκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ τής ρίζας τού τρέπω. Ο τ. στη λήγουσα αναλογικά προς το τροφός) …   Dictionary of Greek

  • λύδιος τρόπος — Μία από τις συνολικά δεκαπέντε κλίμακες της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Προερχόταν από τη Λυδία και διδάχθηκε στην Ελλάδα από τον Όλυμπο, σύμφωνα με τον Αριστόξενο. Ο λύδιος, όπως και ο φρύγιος τρόπος, αποδίδονταν επίσης σε θεότητες ή ποιητές της …   Dictionary of Greek

  • ετερογαμία — Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των… …   Dictionary of Greek

  • νομαδισμός — Τρόπος ζωής των λαών ή των φυλών, που δεν έχουν μόνιμη κατοικία και ζουν κινούμενοι διαρκώς από τόπο σε τόπο· οι μετακινήσεις των νομαδικών λαών ρυθμίζονται από τη μεταβολή των κλιματικών συνθηκών και των συνεπειών της στη ζωή των ζώων και των… …   Dictionary of Greek

  • τρόπω — τρόπος turn masc nom/voc/acc dual τρόπος turn masc gen sg (doric aeolic) τροπόω make to turn pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) τροπόω make to turn imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιαχνί — τρόπος μαγειρέματος κρέατος, λαχανικών ή οσπρίων με κρεμμύδι τσιγαρισμένο μέσα σε λάδι, μυρωδικά και σάλτσα ντομάτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yahni] …   Dictionary of Greek

  • διαίσθηση — Τρόπος άμεσης πρόσκτησης γνώσεων, χωρίς επίγνωση της σχετικής διαδικασίας. Στην ιστορία της σκέψης, η δ. ήταν αρχικά intuitio intellectualis, δηλαδή μία μορφή που στηρίζεται στον συνδυασμό των αισθήσεων και της νόησης και αφορά την άμεση σύλληψη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»