-
21 манера
манер||аж ὁ τρόπος, ἡ συμπεριφορά / τό ὑφος, τό στυλ (стиль):\манера говорить (держать себя) ὁ τρόπος ὁμιλίας (συμπεριφοράς)· непринужденные \манераы οἱ ἀνεπιτήδευτοι τρόποι· \манера пения τό στυλ τοῦ τραγουδιοῦ. -
22 прием
приемм1. ήλήψη [-ις], ἡ παραλαβή, ἡ ἀποδοχή:\прием пи́сем (посылок) ἡ λήψη ἐπιστολών (δεμάτων)· \прием раднограмм ἡ παραλαβή ραδιοτηλεγραφημάτων2. (в организацию и т. ἡ.) ἡ είσδοχή, ἡ ἐγγραφη:\прием в партию ἡ ἐγγραφη στό κόμμα, ἡ είσδοχή στό κόμμα·3. (гостей, посетителей и т. п.) ἡ ὑποδοχή, ἡ ἀκ-ρόαση [-ις] / ἡ ἐπίσκεψη [-ις] (у врача):часы \приема ὠραι ἀκροάσεως· оказать хороший \прием ὑποδέχομαι καλα· устроить \прием ὁργανώνω δεξίωση·4. (лекарства) ἡ λήψη [-ις] / ἡ δόση [-ις] (доза)·5. (способ) ὁ τρόπος, ἡ μέθοδος:ораторский \прием τό ρητορικό σχήμα· художественный \прием ὁ καλλιτεχνικός τρόπος, ἡ καλλιτεχνική μέθοδος· ◊ в один \прием μονοκοπανιά· в два \приема σέ δυό δόσεις, δυό φορές. -
23 быт
-а, προθτ. о быте, в быту α.η ζωή, ο τρόπος ζωής•крепостной быт ο δουλοκτητικός τρόπος ζωής.
|| η καθημερινή ζωή, βιότευση•домашний быт οικιακή ζωή, η ζωή του σπιτιού.
-
24 жизнь
-и θ.1. ζωή (κίνηση της ύλης)•возниковение -и на земле η εμφάνιση της ζωής στη Γή.
2. διάρκεια ζωής από τη γέννεση μέχρι το θάνατο ή μέχρι ενός ορίου•остаток -и ο υπόλοιπος χρόνος της ζωής,
3. ο τρόπος της ζωής•общественная жизнь κοινωνική ζωή•
хозяйственная жизнь страны οικονομική ζωή της χώρας•
образ -и ο τρόπος της ζωής•
праздная жизнь τεμπέλικη ζωή.
|| βίος, ζωή•семеиная жизнь οικογενειακή ζωή•
духовная жизнь πνευματική ζωή•
сидячая жизнь καθιστική ζωή•
борба за жизнь αγώνας για επιβίωση•
вопрос -и и смерти ζήτημα ζωής ή θανάτου•
зажиточная жизнь ευπορία, καλοπέραση•
средства к -и τα μέσα για τη ζωή, τα προς του ζειν•
зарабатывать на жизнь κερδίζω (βγάζω)τα του ζειν•
лишить себя -и δίνω τη ζωή μου,αυτοκτονώ•
жизнь бьет ключом η ζωή βράζει ή σφύζει•
никогда в -и ποτέ στη ζωή•
покушение на жизнь απόπειρα φόνου•
обычная жизнь συνηθισμένη ζωή•
жизнь великих людей η ζωή των μεγάλων ανδρών.
εκφρ.дать жизнь кому – γεννώ, φέρω στο φως, στον κόσμο•прожигать жизнь – βλάπτω, καταστρέφω την υγεία με ακολασίες•подруга -и – το έτερον ή• μισυ (σύζυγος)•право -и и смерти – δικαίωμα ζωής και θανάτου•условия -и – συνθήκες ζωής•меаду -ью и смертью – μεταξύ ζωής και θανάτου, στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου•- и не рад – δυσαρεστημένος από τη ζωή•ни в -; в - (ή в -и) не... – ποτέ στη ζωή. -
25 модус
-
26 наукообразность
-и θ., επιστημονικότητα, ο, επιστημονικός τρόπος•наукообразность изложения επιστημονικός τρόπος έκθεσης.
-
27 научность
-и θ.επιστημονικότητα, επιστημονική αξία, επιστημονικός χαρακτήρας ή τρόπος•научность изложения επιστημονικός τρόπος έκθεσης•
научность доводов επιστημονικός χαρακτήρας των επιχειρημάτων.
-
28 патриархальный
επ. βρ: -лен, -льна, -льно1. πατριαρχικός•патриархальный быт ο πατριαρχικός τρόπος ζωής.
2. καθυστερημένος, παλαιός, πρωτόγονος•-ое воспитание πρωτόγονος τρόπος διαπαιδαγώγησης.
|| απλός, φυσικός, απροσχηματιστός. -
29 подход
-а α.1. πλησίαση, ζύγωμα, σίμωμα, προσέγγιση.2. πρόσβαση.3. μτφ. τρόπος (ενέργειας, συμπεριφοράς κ.τ.τ.)• αντιμετώπιση• εξέταση• χειρισμός•правильный подход к делу σωστός χειρισμός της υπόθεσης•
индивидуальный подход к ученикам ατομικός τρόπος συμπεριφοράς προς τους μαθητές (παίρνοντας υπόψη το χαρακτήρα του καθενός).
πλθ. -ы λοβιτούρες, πονηριές, απάτες.εκφρ.с -а – αμέσως μετά (άλλης ενέργειας). -
30 приём
-а α.1. παραλαβή•приём заявлений παραλαβή αιτήσεων.
|| λήψη•приём лекарств λήψη φαρμάκων•
приём пищи λήψη τροφής.
|| πρόσληψη, εισδοχή•приём в партию πρόσληψη στο κόμμα.
2. υποδοχή•приём гостей υποδοχή φιλοξενούμενων•
дни -а μέρες δεξίωσης•
холодный приём ψυχρή υποδοχή•
устроить приём οργανώνω υποδοχή•
серд-чный приём εγκάρδια υποδοχή.
|| ακρόαση, επίσκεψη στο γιατρό. || δόση•лекарство в маленьких -ах φάρμακο σε μικρές δόσεις.
3. φορά•выпить в один приём πίνω μια φορά, μονοκοπανιά.
4. κίνηση, άσκηση•ружейные -ы ασκήσεις όπλου, οπλασκία•
гимнастические -ы γυμναστικές ασκήσεις.
|| τρόπος, μέθοδος•разные -ы лечения διάφοροι τρόποι θεραπείας.
5. πλθ. παλ. τρόποι συμπεριφοράς.(αθλτ.) τρόπος• λαβή (στην πάλη). -
31 склад
склад 1-а α.αποθήκη•склад оружия οπλαποθή-κη•
торговый склад εμπορική αποθήκη•
вещевой склад αποθήκη πραγμάτων•
дровяной склад ξυλαποθήκη•
продовольственный склад αποθήκη τροφίμων•
склад боеприпасов αποθήκη πυρομαχικών.
склад 2-а (-у) α.1. κράση• ιδιοσυγκρασία, πάστα• χαρακτήρας•душевный склад ψυχοσύνθεση•
нравственный склад ηθικός χαρακτήρας;
διάπλαση•физический склад σωματική διάπλαση.
|| μορφή, σχήμα, φιγούρα, κορμοστασιά•склад фигуры το κόψιμο, το σουλούπι.
2. τρόπος, είδος•жизни τρόπος ζωής.
|| δομή, φτιάξιμο, σύνθεση•трехголосый склад песни τρίφωνη σύνθεση του τραγουδιού.
|| κομψότητα, χάρη. || σειρά, νόημα. -
32 строй
строя, προθτ. о строе, в строю, πλθ. строи, -ев κ. строй-θβ α.1. (στρατ.) σύνταξη. || τμήμα συνταγμένο. •τμήμα μάχιμο.2. σειρά, στοίχος, γραμμή (αντικειμένων).3. διάρθρωση, συγκρότηση, σύνθεση•метрический -стиха μετρική σύνθεση στίχου.
|| χαρακτήρας, τρόπος•строй мышления τρόπος της σκέψης.
|| το καθεστώς, το κοινωνικό σύστημα μιας χώρας•самодержавный строй το απολυταρχικό καθεστώς•
феодальный строй το φεουδαρχικό καθεστώς•
буржуазный строй αστικό καθεστώς•
социалистический, строй σοσιαλιστικό καθεστώς•
5. κούρντισμα, εναρμόνιση.εκφρ.вести в строй – κρίνω ικανόν για εργασία ή μάχιμο•встать (поступить, войти, стать) в строй – είμαι, γίνομαι ικανός για εργασία ή μάχιμος•остаться в -ю – μένω στις γραμμές, είμαι ακόμα ικανός για δουλειά ή για στρατό)•вывести из строя – α) βγάζω ανίκανο ή άχρηστο, β) χαλνώ, αχρηστεύω•выйти (выбить) из строя – αχρηστεύομαι. -
33 уклад
-а α.1. τρόπος (καθιερωμένος)• τακτική•новый уклад жизни καινούριος τρόπος ζωής.
2. οικονομικό σύστημα ή μορφή•рабовладельческий уклад το δουλοκτητικό σύστημα•
феодальный уклад φεουδαρχικό σύστημα•
общественно- экономический уклад κοινώνικο-οικονομικό σύστημα.
-
34 фасон
-а α.1. είδος, μορφή, όψη• ύφος. || κόψιμο, σχέδιο, μοντέλο (για ενδύματα, υποδήματα)•снять фасон βγάζω σχέδιο, αχνάρι.
2. τρόπος, συμπεριφορά.3. ακκισμοί, καμώματα, τσακίσματα, τσιριμόνιες. || επινόηση, τέχνασμα.εκφρ.не фасон – (απλ.) δεν είναι τρόπος, δεν αρμόζει, δεν πρέπει•держать фасон – βλ. фасонить. -
35 хватка
-и θ.πιάσιμο, πάρσιμο, λαβή,τρόπος λήψης. || μτφ. τρόπος ενέργειας, σύλληψης• διαγωγή. || ικανότητα, επιδεξιότητα, ε-πιτηδε ιότητα• σβελτάδα. -
36 вид
1. (на чертеже) η όψη- - в разрезе - σε τομή- εν τομή2. мат. η μορφή 3. (колебаний, волн, импульсов) η μορφή 4. (внешний) η όψη, το παρουσιαστικό, η εμφάνισητο ύφος5. биол. το είδος 6. грам. η μορφ/ήсовершенный - глагола τετελεσμένη/στιγμιαία - του ρήματος (π.χ. ο αόριστος, παρακείμενος7. (на жительство) η άδεια παραμονής 8. (род, сорт, форма, состояние) η μορφή, το είδοςв письменном - е γραπτά, γραπτώςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вид
-
37 вкус
1. (чувство, ощущение) η γεύση 2. (эстетический) η αίσθηση, ο τρόπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вкус
-
38 выполнение
1. (завершение) η εκτέλεση, η εκπλήρωση- обязательств - των υποχρεώσεων ^.(осуществление операции плана действий) η εκτέλεσ/η, η πραγματοποίησηнастаивать на - и условий επιμένω/απαιτώ στην - των όρωνпорядок - я διαδικασία/τρόπος/σειρά της - ηςсрок - я προθεσμία/διορία της - ηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выполнение
-
39 жанр
1. (род произведений) иск. το είδος των έργων τέχνης 2. (манера, стиль) о τρόπος, ο τύποςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жанр
-
40 метод
η μέθοδος, το σύστημα, ο τρόποςана-глифический (карт.) - ανάγλυφος -лабораторный - εργαστηριακή -, πειραματική -- механической обработки - της μηχανικής κατερ-γασίας/επεξεργασίας- расчёта по разрушающим нагрузкам - υπολογισμού βάσει των καταστρεπτικών φορτίωνсравнительный - см. сопоставительный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метод
См. также в других словарях:
τροπός — twisted leathern thong masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόπος — turn masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν … Dictionary of Greek
τρόπος — ο 1. σύστημα ενέργειας, μέθοδος, μέσο: Υπάρχει τρόπος να πετύχεις. 2. μτφ., διαγωγή, συμπεριφορά, φέρσιμο: Έχει καλούς τρόπους. 3. επιτηδειότητα, λεπτότητα, ικανότητα: Τα ζήτησε με τρόπο και τα πήρε. 4. περιουσία, χρήματα, το βιος: Έχει τον τρόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροπός — ο, ΝΑ ο τροπωτήρας αρχ. δοκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ τής ρίζας τού τρέπω. Ο τ. στη λήγουσα αναλογικά προς το τροφός) … Dictionary of Greek
λύδιος τρόπος — Μία από τις συνολικά δεκαπέντε κλίμακες της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Προερχόταν από τη Λυδία και διδάχθηκε στην Ελλάδα από τον Όλυμπο, σύμφωνα με τον Αριστόξενο. Ο λύδιος, όπως και ο φρύγιος τρόπος, αποδίδονταν επίσης σε θεότητες ή ποιητές της … Dictionary of Greek
ετερογαμία — Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των… … Dictionary of Greek
νομαδισμός — Τρόπος ζωής των λαών ή των φυλών, που δεν έχουν μόνιμη κατοικία και ζουν κινούμενοι διαρκώς από τόπο σε τόπο· οι μετακινήσεις των νομαδικών λαών ρυθμίζονται από τη μεταβολή των κλιματικών συνθηκών και των συνεπειών της στη ζωή των ζώων και των… … Dictionary of Greek
τρόπω — τρόπος turn masc nom/voc/acc dual τρόπος turn masc gen sg (doric aeolic) τροπόω make to turn pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) τροπόω make to turn imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιαχνί — τρόπος μαγειρέματος κρέατος, λαχανικών ή οσπρίων με κρεμμύδι τσιγαρισμένο μέσα σε λάδι, μυρωδικά και σάλτσα ντομάτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yahni] … Dictionary of Greek
διαίσθηση — Τρόπος άμεσης πρόσκτησης γνώσεων, χωρίς επίγνωση της σχετικής διαδικασίας. Στην ιστορία της σκέψης, η δ. ήταν αρχικά intuitio intellectualis, δηλαδή μία μορφή που στηρίζεται στον συνδυασμό των αισθήσεων και της νόησης και αφορά την άμεση σύλληψη… … Dictionary of Greek