-
41 курсант
[κσυρσάντ] ουσ. α ο μαθητής της στρατιωτικής σχολής -
42 старшеклассник
[σταρσυκλάσσνικ] ουσ. а. ο μαθητής ανωτέρων τάξεων σχολείου -
43 третьеклассник
[τριτικλάσσνικ] ουσ. α ο μαθητής της τρίτης τάξης -
44 учащийся
[ουτσάστσιΐσγια] ουσ. α. σπουδαστής, μαθητής -
45 ученик
[ουτσινίκ] ουσ. α μαθητής -
46 школьник
[σκόλ'νικ] ουσ. α μαθητής -
47 экстерн
[εκστιέρν] ουσ. α εξωτερικός μαθητής -
48 воспитанник
[βασπίταννικ] ουσ α μαθητής -
49 восьмиклассник
[βασ'μικλάσσνικ] ουσ α μαθητής της όγδοης τάξης -
50 десятиклассник
[ντισιτικλάσσνικ] σοσ. α μαθητής της δέκατης τάξης -
51 курсант
[κσυρσάντ] ουσ α ο μαθητής της στρατιωτικής σχολής -
52 старшеклассник
[σταρσυκλάσσνικ] ουσ α ο μαθητής ανωτέρων τάξεων σχολείου -
53 третьеклассник
[τριτικλάσσνικ] ουσ α ο μαθητής της τρίτης τάξης -
54 учащийся
[ουτσάστσιΐσγια] ουσ α σπουδαστής, μαθητής -
55 ученик
[ουτσινίκ] ουσ α μαθητής -
56 школьник
[σκόλ'νικ] ουσ α μαθητής -
57 экстерн
[εκστιέρν] ουσ α εξωτερικός μαθητής -
58 а
а 1είναι το πρώτο γράμμα του ρωσικού αλφάβητου• α•от а до зет παλ. από το α ως το ω (από την αρχή ως το τέλος)•
кто сказал а, тот должен сказать и б αυτός που το άρχισε πρέπει και να το τελειώσει ή συνεχίσει.
а 2σύνδ. αντιθετικός• μα, αλλά, όμως, ενώ, και.1. (κατ’ αντιπαράθεση)•отец трудолюбивый, а сын ленивый ο πατέρας είναι εργατικός, αλλά ο γιος οκνηρός•
не годы старят, а горе δε γεράζουν τα χρόνια, αλλά τα φαρμάκια•
я остаюсь в Москве, а вы в Ленинграде εγώ μένω στη Μόσχα και σεις στο Λένινγκραντ.
2. (μετά από ενδοτικές προτάσεις μπορεί και να λείψει)•хотя мне и весело, а надо уходить αν και μου είναι ευχάριστα, (όμως) πρέπει να φύγω.
3. εξάλλου•а вам всем известно, что... εξάλλου όλοι σας ξέρετε ότι....
4. και•ученик сделал уроки, а затем вышел играть ο μαθητής έκανε τα μαθήματα και μετά βγήκε να παίξει.
5. (στην αρχή των ερωτηματικών και επιφωνηματικών προτάσεων ή του λόγου χρησιμοποιείται σαν επιτακτικό)•а когда ты поедешь? και πότε θα πας;•
а когда нам будет весело? και πότε εμείς θα χαρούμε;•
а все-таки я не согласен και παρ’ όλ’ αυτά, εγώ δε συμφωνώ.
εκφρ.а то – ειδάλλως, ειδεμή, αλλιώς, διαφορετικά•спеши, а то опоздаешь – κάμε γρήγορα (βιάσου), διαφορετικά θ’ αργήσεις.а 3μόριο (για ερώτηση ή κάλεσμα)• α•пойдем гулять а? θα πάμε περίπατο α;
(επιτακτικό)• ε•Ваня, а Ваня Γιάννη, ε Γιάννη.
а 4επιφ. (εκφράζει θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ. αισθήματα)• α•а, так это вы были? α, ώστε εσείς ήσαστε;•
а, попался α, μου έπεσες (στα χέρια)•
а! закричал мальчик, как увидел змею α! φώναξε το παιδάκι, σαν είδε το φίδι.
-
59 апостол
-а α.1. απόστολος (μαθητής του Χριστού).2. ένθερμος κήρυκας μιας ιδεολογίας.3. το βιβλίο "Απόστολος"(επιστολές Αποστόλων). -
60 вечерник
-а α. –ца, -ы θ.(απλ.) φοιτητής, -τρία, μαθητής, -τρία νυχτερινής σχολής.
См. также в других словарях:
μαθητής — learner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητής — ο, θηλ. μαθήτρια (AM μαθητής, θηλ. μαθήτρια Α θηλ. και μαθητρίς, δωρ. τ. αρσ. μαθετάς) [μαθαίνω] 1. αυτός που διδάσκεται, αυτός που μαθαίνει από κάποιον γράμματα ή τέχνη (α. «τῆς Ἑλλάδος μαθητὴς γένοιτο», Ηρόδ. β. «τὰς τέχνας μαθητρίας γενομένας… … Dictionary of Greek
μαθητής — ο θηλ. ήτρια 1. αυτός που φοιτά σε σχολείο: Οι μαθητές συγκεντρώθηκαν για τον αγιασμό. 2. αυτός που μαθαίνει κάτι, ο μαθητευόμενος, ο διδασκόμενος: Οι μαθητές του τον βοήθησαν να ολοκληρώσει το έργο του. 3. αυτός που ακολουθεί τις θεωρίες ενός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαθητῆς — μαθητός learnt fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηταῖς — μαθητής learner masc dat pl μαθητός learnt fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηταῖσι — μαθητής learner masc dat pl (epic ionic aeolic) μαθητός learnt fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηταῖσιν — μαθητής learner masc dat pl (epic ionic aeolic) μαθητός learnt fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηταί — μαθητής learner masc nom/voc pl μαθητός learnt fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητοῦ — μαθητής learner masc gen sg μαθητός learnt masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητῇ — μαθητής learner masc dat sg (attic epic ionic) μαθητός learnt fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητῇσιν — μαθητής learner masc dat pl (epic ionic) μαθητός learnt fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)