-
21 исправный
исправн||ыйприл1. (не имеющий повреждений) σέ καλή κατάσταση·2. (усердный, добросовестный) εὐσυνείδητος, πρόθυμος, ἐπιμελής:\исправныйый ученик ὁ ἐπιμελής μαθητής. -
22 кадет
кадет Iм ист. ὁ μαθητής μέσης στρατιωτικής σχολής (στην τσαρική Ρωσία).кадет IIм полит ὁ καντέ, ὁ συνταγματικός δημοκράτης. -
23 курсант
курсантм ὁ μαθητής στρατιωτικής σχολής/ ὁ ἀκροατής (слушатель). -
24 неспособностьый
неспособность||ыйприл ἀνίκανος, ἀδέξιος:\неспособностьыйый ученик ὁ ἀνίκανος μαθητής· \неспособностьыйый к музыке ὁ ἄμουσος· он не способен на такую низость δέν εἶναι Ικανός γιά τέτοια προσ-τυχιά. -
25 отстающий
отста́||ющий1. прич. от отставать·2. прил ὑστερών, καθυστερημένος:\отстающийющий участок работы ὁ καθυστερημένος τομέας τής δου-λειᾶς·3. м (об ученике) ὁ καθυστερημένος μαθητής. -
26 первоклассник
первоклассникм μαθητής τής πρώτης τάξης. -
27 первый
перв||ыйчисл. порядк. πρώτος:\первый этаж τό πρώτο πάτωμα· Первое мая ἡ πρώτη Μαΐου· \первыйого января τήν πρωτοχρονιά· \первый ученик ὁ πρώτος μαθητής· \первыйые овощи, \первыйые плоды́ τά πρωτολούβια, τά πρωΤίμάδια· в \первыйом часу́ μετά τίς δώδεκα· по \первыйому требованию μέ τήν πρώτη ζήτηση· занять \первыйое место καταλαμβάνω τήν πρώτη θέση· ◊ \первыйая помощь οἱ πρώτες βοήθειες· \первый встречный ὁ πρώτος τυχών с \первыйого взгляда ἐκ πρώτης δψεως, μέ τήν πρώτη ματιά· в \первыйую очередь πριν ἀπ' ὅλα· тым делом πρίν ἀπ' ἔλα· играть \первыйую скрипку παίζω τό πρώτο βιολί. -
28 питомец
питомецм ὁ ἀναθρεφτός, τό ἀνάθρεμ-μα / τό θρέμμα, ὁ τρόφιμος μαθητής (воспитанник). -
29 прочить
прочитьнесов (предназначать кого-л., что-л.) προορίζω:учитель прочил ученику́ большую будущность ὁ δάσκαλος πρόβλεπε πώς ὁ μαθητής θά ἔχει εὐ-ρύ μέλλον. -
30 реалист
реалистм1. ὁ ρεαλιστής·2. μαθητής πρακτικοῦ λυκείου. -
31 ремесленник
ремесленн||икл1. ὁ τεχνίτης, ὁ χειροτέχνης, ὁ βιοτέχνης:мелкий \ремесленник ὁ μικροεπαγγελματίας βιοτέχνης·2. (ученик ремесленного училища) ὁ μαθητής ἐπαγγελματικής σχολής. -
32 способный
способныйприл1. (одаренный) προικισμένος, Ικανός:\способный у́чени́к μαθητής μέ πολλές Ικανότητες·2. (на что-л.) Ικανός:он способен на все ἀπ' αὐτόν ὅλα νά τά περιμένεις. -
33 старшеклассник
старшеклассникм ὁ μαθητής ἀνωτέρων τάξεων σχολείου. -
34 третьеклассник
третьеклассникм ὁ μαθητής τής τρίτης τάξης. -
35 трудолюбивый
трудолюбивыйприл φιλόπονος, φίλερ· γος, ἐργατικός/ ἀπιμελής (старательный):\трудолюбивый человек ὁ φιλόπονος ἄνθρωπος· \трудолюбивый ученик ὁ ἐπιμελής μαθητής. -
36 учащийся
учащ||ийся1. прич.:\учащийсяаяся молодежь ἡ σπουδάζουσα νεολαία, οἱ σπουδαστές·2. м ὁ σπουδαστής/ ὁ μαθητής (школьник)/ ὁ φοιτητής (студент):спектакль для \учащийсяихся ἡ θεατρική παράσταση γιά τους μαθητές. -
37 школьник
школьн||икм ὁ μαθητής. -
38 воспитанник
[βασπίταννικ] ουσ. α. μαθητής -
39 восьмиклассник
[βασ'μικλάσσνικ] ουσ. α. μαθητής της όγδοης τάξης -
40 десятиклассник
[ντισιτικλάσσνικ] σοσ. α. μαθητής της δέκατης τάξης
См. также в других словарях:
μαθητής — learner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητής — ο, θηλ. μαθήτρια (AM μαθητής, θηλ. μαθήτρια Α θηλ. και μαθητρίς, δωρ. τ. αρσ. μαθετάς) [μαθαίνω] 1. αυτός που διδάσκεται, αυτός που μαθαίνει από κάποιον γράμματα ή τέχνη (α. «τῆς Ἑλλάδος μαθητὴς γένοιτο», Ηρόδ. β. «τὰς τέχνας μαθητρίας γενομένας… … Dictionary of Greek
μαθητής — ο θηλ. ήτρια 1. αυτός που φοιτά σε σχολείο: Οι μαθητές συγκεντρώθηκαν για τον αγιασμό. 2. αυτός που μαθαίνει κάτι, ο μαθητευόμενος, ο διδασκόμενος: Οι μαθητές του τον βοήθησαν να ολοκληρώσει το έργο του. 3. αυτός που ακολουθεί τις θεωρίες ενός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαθητῆς — μαθητός learnt fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηταῖς — μαθητής learner masc dat pl μαθητός learnt fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηταῖσι — μαθητής learner masc dat pl (epic ionic aeolic) μαθητός learnt fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηταῖσιν — μαθητής learner masc dat pl (epic ionic aeolic) μαθητός learnt fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηταί — μαθητής learner masc nom/voc pl μαθητός learnt fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητοῦ — μαθητής learner masc gen sg μαθητός learnt masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητῇ — μαθητής learner masc dat sg (attic epic ionic) μαθητός learnt fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητῇσιν — μαθητής learner masc dat pl (epic ionic) μαθητός learnt fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)