Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ο+κόσμος

  • 61 svět

    κόσμος

    Česká-řecký slovník > svět

  • 62 światowy

    κόσμος

    Słownik polsko-grecki > światowy

  • 63 мир

    -а, πλθ.α.
    1. ο κόσμος, το σύμπαν•

    происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.

    2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.
    3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.
    4. κοινωνία•

    античный мир ο αρχαίος κόσμος•

    капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•

    социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.

    || τάξη, κοινωνικό σύστημα•

    старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.

    5. σφαίρα ζωής•

    животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•

    растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.

    || κύκλος (ανθρώπων)•

    мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.

    6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•

    дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•

    жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).

    εκφρ.
    всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•
    быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•
    пойти (ходить, идтиκ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•
    пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•
    уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•
    не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•
    сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•
    с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).
    α.
    1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•

    жить в -е ζω ειρηνικά•

    нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•

    мир души ψυχική γαλήνη•

    борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•

    мир народам! ειρήνη στους λαούς!•

    прочный мир σταθερή ειρήνη•

    оплот -а προπύργιο της ειρήνης•

    мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).

    2. συνθήκη, συμφωνία•

    заключить мир κλείνω ειρήνη•

    подписать мир υπογράφω ειρήνη•

    переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.

    3. ησυχία•

    я хочу мир θέλω ησυχία.

    εκφρ.
    мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•
    мир дому семуπαλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•
    с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον).

    Большой русско-греческий словарь > мир

  • 64 свет

    -а (-у), προθτ. в -, на -у α.
    1. το φως•

    солнечный свет ηλιακό φως, ηλιόφως•

    свет луны το σεληνόφως, το φεγγαρόφωτο•

    луч -а αχτίδα φωτός•

    свет и тьма φως και σκοτάδι•

    дневной свет το φως της μέρας•

    читать при -е лампы διαβάζω με το φως της λάμπας•

    зажечь свет ανάβωτο φως•

    выключить свет σβήνω το φως•

    чуть свет χαράματα, χαραυγή.

    || φέξιμο πρωινό•

    ещё до -а два часа δυο ώρες είναι ακόμα ώσπου να φέξει.

    2. το φωτεινό μέρος (πίνακα, φωτογραφίας κ.τ.τ.).
    3. σαφήνεια, καθαρότητα αντίληψης, νόησης•

    свет истины το φως της αλήθειας•

    свет знания το φως της γνώσης.

    || (χαίδ.) το είναι, η ύπαρξη•

    мой свет! το φως μου!

    εκφρ.
    свет очей; свет жизни – το φως των ματιών• το φως της ζωής (πολυαγάπητος, ακριβός)•
    в два -аπαλ. με δυο σειρές παράθυρα•
    в -е – στο φως (α.πο άποψη)•
    показать в выгодном -е – δείχνω έτσι, όπως με ωφελεί•
    представить в ложном -е – παρουσιάζω απατηλά•
    видеть в розовом -е – τα βλέπω όλα ρόδινα (ωραιοποιώ μια κατάσταση)•
    ни свет ни заря – βαθιά χαράματα, όρθρος βαθύς•
    чем светκ. чуть свет το λυκαυγές, η χαραυγή•
    пролить ή бросить свет – χύνω, ρίχνω φως (ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω).
    α.
    1. κόσμος, το σύμπαν, η πλάση, η οικουμένη, η υφήλιος•

    путешествовать вокруг света κάνω το γύρο του κόσμου•

    части -а ο ι ήπειροι•

    страны -а οι χώρες του κόσμου.

    2. η κοινωνία, το ανθρώπινο περιβάλλον•

    всему -у известно όλος ο κόσμος το ξέρει.

    || ανώτερο κοινωνικό στρώμα•

    высший ο αριστοκρατικός κόσμος, η αριστοκρατία•

    большой свет η ανώτερη κοινωνία.

    εκφρ.
    Божий светβλ. 1 σημ. не близкий (близок, близкий) (απλ.) είναι μακριά ακόμα•
    новый свет – ο νέος κόσμος (η Αμερική)•
    старый свет – ο παλαιός κόσμος (Ευρώπη, Ασία, Αφρική)•
    тот свет – ο άλλος κόσμος (μεταθανάτιος)•
    этот свет – ο επίγειος κόσμος•
    - а преставлениеβλ. светопреставление• на этом -е σ αυτόν τον κόσμο (τον επίγειο)•
    всё (никто, ничто) на -е – το παν, κανένας, τίποτε δε μπορεί να ανακαλέσει, την απόφαση (αποφασίστηκε αμετάκλητα)•
    выйти в свет ή увидеть свет – βγαίνω στη δημοσιότητα, βλέπω το φως της δημοσιότητας•
    извлечь на (божий) свет – βγάζω από το σκοτάδι στο φως (για κάτι κρυμμένο, λησμονημένο και αχρησιμοποίητο)•
    сжить ή согнать со света, со свету ή со света, со свету – θανατώνω•
    родиться ή появиться на свет – α) γεννιέμαι, έρχομαι στον κόσμο, β) εμφανίζομαι•
    на чем свет стоит – εμφανίζομαι πολύ γερά, εντονότατα, δριμύτατα.

    Большой русско-греческий словарь > свет

  • 65 world

    [wə:ld]
    1) (the planet Earth: every country of the world.) κόσμος
    2) (the people who live on the planet Earth: The whole world is waiting for a cure for cancer.) κόσμος
    3) (any planet etc: people from other worlds.) κόσμος, πλανήτης
    4) (a state of existence: Many people believe that after death the soul enters the next world; Do concentrate! You seem to be living in another world.) κόσμος
    5) (an area of life or activity: the insect world; the world of the international businessman.) κόσμος, πληθυσμός, είδος
    6) (a great deal: The holiday did him a/the world of good.) κόσμος, νοοτροπία ανθρώπων
    7) (the lives and ways of ordinary people: He's been a monk for so long that he knows nothing of the (outside) world.) (-πολύ καλό)
    - worldliness
    - worldwide
    - World Wide Web
    - the best of both worlds
    - for all the world
    - out of this world
    - what in the world? - what in the world

    English-Greek dictionary > world

  • 66 свет

    свет I
    м в разн. знач. τό φως:
    лунный \свет τό φως τής σελήνης, τό φεγγαρόφωτο, τό σεληνόφως· рассеянный \свет τό διάχυτο φως· отраженный \свет τό φως ἀπό ἀντανάκλαση· электрический \свет τό ἡλεκτρικό φῶς· зажигать \свет ἀνάβω τό φως· при \свете лампы μέ τό φως τής λάμπας· при \свете луны στό φως τής σελήνης· чуть \свет στά βαθειά χαράματα· рассматривать что́-л. на \свет κοιτάζω κάτι στό φως· представлять что-л. в выгодном \свете παρουσιάζω κάτι ὅπως μοῦ συμφέρει· бросать (проливать) \свет на что́-л. χύνω φῶς πάνω σέ κάτι, φωτίζω κάτι, διαλευκάνω· нн \свет ни заря τά χαράματα, στό λυκαυγές· \света (белого) невзвидеть разг μοῦ φαίνεται ὁ οὐρανός σφοντύλι.
    свет II
    λ·
    1. (мир, вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν, ἡ οἰκουμένη, ἡ ὑφήλιος, ὁ ντουνιδς:
    страны \света τά σημεία τού ὁρίζοντος· части \света τά μέρη τοῦ κόσμου· на краю \света στά πέρατα τοῦ κόσμου, στήν ἄκρη τοῦ κόσμου· путешествие вокру́г \света а) ταξείδιον γύρω στή γή, б) κάνω τόν γύρο τοδ κόσμου μέ πλοίο (на корабле)· бродить по \свету περιπλανιέμαι, πλανιέμαι, γυρίζω τόν κόσμο·
    2. (общество) ἡ κοινωνία, ὁ κόσμος:
    всему́ \свету известно σ· ὅλους εἶναι γνωστό, ὅλ,ος ὁ κόσμος τό ξέρει· высший \свет уст. ἡ ἀριστοκρατία, ἡ ὑψηλή κοινωνία· ◊ увидеть \свет (о произведении и т. п.) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι δημοσιεύομαι· выпустить в \свет ^ (издать) δημοσιεύω, ἐκδίδω· производить на \свет φέρω στον κόσμο, γεννῶ· являться на \свет γεννιέμαι· сжить со \света ἐξοντώνω κάποιον отправить на тот \свет στέλλω στον ἄλλο κόσμο· отправиться на тот \свет τά τινάζω· на э́том \свете σ' αὐτόν τόν κόσμο· больше всего́ на \свете περισσότερο ἀπ' ὅλα στον κόσμο· ни за что на \свете! разг γιά τίποτα στον κόσμο!· \свет не клином сошелся поел. ὁ κόσμος δέν χάθηκε, δέ χάλασε ὁ κόσμος· ругаться на чем \свет стои́т разг βρίζω σάν ἀμαξας.

    Русско-новогреческий словарь > свет

  • 67 мир

    мир I
    χ |. (вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν:
    весь \мир τό σύμπαν· со всего \мира ἀπ' ὀλο τόν κόσμο, ἀπ' ὀλη τήν οἰκου-μένη·
    2. (среда) ὁ κόσμος:
    животный \мир ὁ ζωΙκός κόσμος, τά ζῶα· растительный \мир τά φυτά· звездный \мир τά ἄστρα· окружающий \мир τό περιβάλλον вну́трен-ний \мир человека ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ ἀνθρωπου· ◊ пойти по \миру разг καταντώ στήν ψάθα, γίνομαι ζητιάνος· пустить по́ \миру разг καταντώ κάποιον στήν ψάθα, καταντώ κάποιον διακονιάρη· не от \мира сего βρίσκομαι στά σύννεφα.
    мир II
    м (спокойствие) ἡ είρήνη:
    жить в \мире ζοϋμε ἀγαπημένα· борьба за \мир ὁ ἀγώνας (или ἡ πάλη) γιά τήν είρήνη· движение сторонников \мира τό κίνημα τῶν ὀπαδῶν τῆς ἐΙρήνης· международная Ленинская премия \мира τό διεθνές βραβείο Λένιν γιά τήν είρήνη· Всемирный Совет \мира τό Παγκόσμιο Συμβούλιο είρήνης· сепаратный \мир ἡ χωριστή εἰρήνη· заключить \мир συνάπτω είρήνη[ν]· ◊ отпустить с \миром στέλνω στό κάλο, ἀφήνω νά φύγει μέ τό καλό.

    Русско-новогреческий словарь > мир

  • 68 люди

    людей, людям, людьми, о людях α.
    1. πλθ. του ουσ. человек οι άνθρωποι, ο κόσμος•

    люди доброй воли άνθρωποι καλής θέλησης•

    делать -ям добро κάνω καλό στους ανθρώπους•

    люди говорят ο κόσμος λέει•

    он меня вывел в люди αυτός με έβγαλε στον κόσμο (στην κοινωνία)•

    как много -ей! τι πολύς κόσμος!•

    пришли какие-то люди ήρθαν κάτι άνθρωποι•

    старые люди οι παλαιοί (οι γέροντες)•

    новые люди οι νέοι, νεολαίοι.

    2. στελέχη. || (στρατ.) οι κατώτεροι αξιωματικοί του διοικητή.
    3. παλ. υπηρέτες αρχοντόσπιτου.
    εκφρ.
    на -ях – μπροστά στον κόσμο, μπροστά σε ξένους.
    ουδ.
    άκλ. παλαιά ονομασία του γράμματος «Л».

    Большой русско-греческий словарь > люди

  • 69 потусторонний

    -яя, -ее
    επ.
    μετακόσμιος ή του άλλου κόσμου•

    потусторонний мир ο άλλος κόσμος, ο κάτω κόσμος, ο υπερπέραν κόσμος.

    || αδιάφορος.

    Большой русско-греческий словарь > потусторонний

  • 70 ἀκοσμία

    A disorder, Pl.Grg. 508a, Ael.Tact.41.2; extravagance, excess,

    λόγων E.IA 317

    :—in moral sense, disorderliness (with play on

    κόσμος 11.1

    ), S.Fr. 846: in pl., Pl.Smp. 188b;

    αἱ ἀ. τοῦ πλήθους Phld.Hom. p.340

    .
    II abeyance of κόσμοι, in Crete (

    κόσμος 111

    ), Arist.Pol. 1272b8.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκοσμία

  • 71 mundus [2]

    2. mundus, ī, m. (1. mundus), wie das griechische κόσμος, I) das zur Sauberkeit des Körpers beitragende Toilettengerät, der Putz der Frauen (im engeren Sinne, wie franz. les nippes, versch. von ornatus, dem Schmuck κατ᾽ εξ, den Kostbarkeiten, Prachtgewändern u. dgl., les bijoux), A) eig., gew. m. muliebris, Liv. u.a.: m. nuptialis, Apul.: auro, veste, gemmis omnique cetero mundo exornata mulier, Apul. – B) übtr., das Gerät übh., falces et operae messoriae mundus omnis, Werkzeug zur Ernte, Apul.: m. Cereris, die mystischen Cereskästchen (ἡ τῶν ἀποῤῥήτων σκευή), Apul. – II) die Weltordnung, das Weltall, die Welt (vgl. Plin. 2, 8), u. die einzelnen Weltkörper, A) im allg.: hic ornatus (schöne Harmonie) mundi, Cic.: clarissima mundi lumina, Verg.: mundus immensus, Ov. – patuli super aequora mundi, Lucr.: mundi innumerabiles, Cic.: in illa plaga mundus statas temporum vices mutat, Curt.: mundus brevis = μικρόκοσμος, die Welt im Kleinen, Chalcid. Tim. 202. Vgl. Taubm. Verg. georg. 1, 5. Heinsius Ov. met. 2, 157. Drak. Sil. 12, 336. Castal. Rutil. itin. 1, 117. die Auslgg. zu Val. Flacc. 1, 563. Burm. Anthol. Lat. 1. p. 51. Gronov. observ. 1, 9. – B) insbes.: 1) die Himmelskörper, der Himmel (wie κόσμος), lucens, Cic.: arduus, Verg.: concussit sidera micantia mundus, Catull. – 2) wie Welt = Erdball, Erdkreis, Erde, a) eig.: quicumque mundo terminus obstitit, Hor.: fervidis pars inclusa caloribus mundi, Hor. – u. poet. v. röm. Reich, die »römische Welt«, Lucan. – b) meton., die Welt = die Gesamtheit der Menschen, m. miser, Lucan.: fastos evolvere mundi, Hor.: quem mundus et superi timent, Sen. poët. – 3) euphemist. = die Unterwelt. Der Eingang zu diesem mundus befand sich auf dem Komitium, eig. eine runde Grube od. eine Art von Gewölbe (viell. ein umgekehrtes, das seine Kuppel nach unten kehrte), immer nach oben mit einem Steine (lapis manalis) bedeckt, nur dreimal des Jahres, am 24. August, 6. Okt. u. 8. Nov., als an den den unterirdischen Göttern geweihten Tagen, geöffnet, wo dann die Erstlinge von allem, dessen Genuß das Gesetz empfiehlt u. die Natur zum Bedürfnis macht, hineingeworfen wurden, s. Varro bei Macr. sat. 1, 16, 18. Atei. Capito u. Cato bei Fest. 154 (b) u. 157 (a): cum Mundus patet, Macr. sat. 1, 16, 16. – / Nbf. mundum, ī, n., Lucil. 519 u. 520; vgl. Gell. 4, 1, 3. Non. 214, 16.

    lateinisch-deutsches > mundus [2]

  • 72 ακοσμος

        2
        1) беспорядочный
        

    (φυγή Aesch.; ναυμαχία Plut.)

        2) неукрашающий
        

    κόσμος ἄ. Anth. (ΙΨ, 323) — некрасивое украшение, но тж. (VII, 561) мир, лишившийся своего украшения

        3) безобразный, буйный, строптивый
        

    (ἔπεα Hom.; ῥήματα Plut.)

    Древнегреческо-русский словарь > ακοσμος

  • 73 κοσμεω

         κοσμέω
        1) воен. строить, выстраивать
        

    (ἵππους τε καὴ ἀνέρας Hom.; στρατόν Eur.)

        πένταχα κοσμηθέντες Hom. — выстроенные пятью отрядами;
        στρατιὰ κατὰ ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη Plat. — войско, разделенное на одиннадцать колонн

        2) устраивать, располагать в порядке
        ταπεινὸς καὴ κεκοσμημένος Plat. — скромный и сдержанный;
        τὰ κοσμούμενα Soph.распоряжения

        3) устраивать, готовить
        

    (δόρπον Hom.; δεῖπνον Pind.; τράπεζαν Xen.; τάφον, ἐς τάφον λέβητα κ. Soph.)

        κ. ἀοιδήν Hom.слагать песнь

        4) устраивать, управлять, править
        τέν πόλιν κ. καλῶς τε καὴ εὖ Her.превосходно управлять государством

        5) заправлять (маслом)
        6) ( на Крите) быть космом (см. κόσμος См. κοσμος 5), осуществлять верховную власть
        

    οἱ γέροντες ἐκ τῶν κεκοσμηκότων Arst. (на Крите избираются) члены совета старейшин из числа тех, которые (в прошлом) исполняли должность космов

        7) убирать, прибирать
        8) наряжать, убирать, одевать
        

    (τινα πανοπλίῃ Her.; σῶμα ὅπλοις Eur.; γυναῖκας ἐν καταστολῇ NT.)

        κοσμέεσθαι τὰς κεφαλάς Her. — убирать себе головы, причесываться;
        κεκοσμημένος ἐσθῆτι ποικίλῃ Plat.нарядившись в пеструю одежду

        9) украшать
        10) разукрашивать, приукрашивать
        

    (λόγους Eur.; τραγικὸν λῆρον Arph.)

        κενοῖς λόγοις αὑτὸν κ. Plat. — рядиться в пустые фразы;
        11) служить украшением, украшать собой
        

    (νᾶσον Pind.; πόλιν Thuc.)

        12) обряжать, готовить к погребению
        

    (τινα Soph.; νέκυν Eur.)

        13) причислять, относить

    Древнегреческо-русский словарь > κοσμεω

  • 74 мир

    I.
    1. (вселенная, планета Земля) о κόσμος, το σύμπαν 2. (среда) о κόσμος, το βασίλειο II. (согласие) η ειρήνη.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мир

  • 75 весь

    весь 1. (вся, всё, все ) όλος ολόκληρος (целиком)' \весь мир όλος ο κόσμος вся неделя όλη η βδομάδα \весь день όλη τη μέρα' всё время όλη την ώρα все мы όλοι μας все вы όλοι σας все они όλοι τους 2. м мн. все όλοι все здесь? όλοι είναι παρόντες;
    * * *
    1. (вся, всё, все)
    όλος; ολόκληρος ( целиком)

    весь мирόλος ο κόσμος

    вся неде́ля — όλη η βδομάδα

    всё вре́мя — όλη την ώρα

    все они́ — όλοι τους

    2. м мн.

    Русско-греческий словарь > весь

  • 76 вселенная

    вселенная ж о κόσμος, το σύμπαν, η οικουμένη
    * * *
    ж
    ο κόσμος, το σύμπαν, η οικουμένη

    Русско-греческий словарь > вселенная

  • 77 количество

    количество с η ποσότητα, το ποσό большое \количество народа πολύς κόσμος
    * * *
    с
    η ποσότητα, το ποσό

    большо́е коли́чество наро́да — πολύς κόσμος

    Русско-греческий словарь > количество

  • 78 космос

    космос м о κόσμος, το διάστημα; освоение \космоса η κατάχτηση του διαστήματος
    * * *
    м
    ο κόσμος, το διάστημα

    освое́ние ко́смоса — η κατάχτηση του διαστήματος

    Русско-греческий словарь > космос

  • 79 люди

    люди мн. οι άνθρωποι, ο κόσμος
    * * *
    мн.
    οι άνθρωποι, ο κόσμος

    Русско-греческий словарь > люди

  • 80 мало

    мало 1. нареч. λίγο, λιγάκι· здесь \мало народу εδώ είναι λίγος κόσμος 2. предик, είναι λίγο' этого слишком \мало αυτό είναι πολύ λίγο
    * * *
    1. нареч.
    λίγο, λιγάκι

    здесь ма́ло наро́ду — εδώ είναι λίγος κόσμος

    2. предик.

    э́того сли́шком ма́ло — αυτό είναι πολύ λίγο

    Русско-греческий словарь > мало

См. также в других словарях:

  • Κόσμος νοερός —         (kosmos noeros) (греч.) космос мыслящий (интеллектуальный). В неоплатонизме бытие, жизнь и мышление, воспроизводящие мир идей. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл …   Философская энциклопедия

  • Κόσμος νοητός —         (kosmos noetos) (греч.) космос мыслимый (интеллигибельный). В неоплатонизме мир самодовлеющих идей, прообразов. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв …   Философская энциклопедия

  • κόσμος — order masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

  • κόσμος — ο 1. το σύμπαν, η οικουμένη, η γη: Όλον τον κόσμο γύρισα να βρω γλυκό σταφύλι (δημ. τραγ.). 2. η ανθρωπότητα, η κοινωνία: Δε με μέλει τι θα πει ο κόσμος. 3. ορισμένη επαγγελματική ή κοινωνική τάξη: Ο υπαλληλικός κόσμος κατέβηκε σε απεργία. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὁ κόσμος ἐποντίζετο καὶ ἡ ἑμὴ γυνὴ ἐστολίζετο. — ὁ κόσμος ἐποντίζετο καὶ ἡ ἑμὴ γυνὴ ἐστολίζετο. См. По мне хоть трава не расти …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • νυδιάστατος κόσμος — Ορολογία στη μαθηματική επιστήμη με προεκτάσεις στη φιλοσοφία. Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα η ευκλείδια γεωμετρία που περιγράφει τρισδιάστατα συστήματα έπαψε να αποτελεί το κύριο εργαλείο στα χέρια των μαθηματικών. Σε αυτό συντέλεσαν οι… …   Dictionary of Greek

  • Ελεύθερος Κόσμος — Καθημερινή αθηναϊκή εφημερίδα που κυκλοφόρησε στο διάστημα 1966 82. Ιδρύθηκε από τον Σ. Κωνσταντόπουλο …   Dictionary of Greek

  • Νέος Κόσμος — Τίτλος εφημερίδων και περιοδικών. 1. Αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα (1849 54). 2. Εβδομαδιαίο φιλολογικό και πολιτικό περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1893 με έδρα τη Βοστόνη. 3. Εβδομαδιαία εφημερίδα (1920 24). Ιδρύθηκε από τον Γ. Α. Γιαννικόπουλο με έδρα… …   Dictionary of Greek

  • κόσμω — κόσμος order masc nom/voc/acc dual κόσμος order masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Космос — (Κόσμος) первоначально синоним порядка, гармонии, красоты , со временем стало обозначать мир или вселенную . По преданию, впервые назвал мир этим именем Пифагор, ввиду пропорциональности и гармонии его частей. Согласно с этим, у всех греческих… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»