-
61 показатель
1. тех. ο δείκτης, ο συντελεστής- адиабаты αδιαβατικός -, αδιά-θερμος -водородный - το δυναμικό /η δύναμη του υδρογόνου, το (pH)- преломления относительный - της διάθλασης, σχετικός2. мат. о εκθέτης 3. (то, по чемуможно судить ο развитии, ходе чего-л.) ηένδειξη, η κατάδειξη, το δείγμα, το μέτρο, τοκριτήριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > показатель
-
62 полюсоопределитель
ο δείκτης θετικότητας ή αρνητικότητας (του πόλου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полюсоопределитель
-
63 солдатик
(индикаторный прибор) о δείκτης (π.χ. οιακοδείκτης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > солдатик
-
64 указатель
1. (надпись, стрелка, прибор) о δείκτης, ο ενδείκτης, ο καταδείκτηςдорожный - о οδοδείκτης, το οδικό σήμα-качества рабочей (топливной) смеси ав. - ποιότητας του μείγματος (των καυσίμων) λειτουργίας2. (справочная книга или справочный список в книге) о κατάλογος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > указатель
-
65 уклоноуказатель
(ж.-д., авто) о δείκτης κλίσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уклоноуказатель
-
66 фазоиндикатор
ο δείκτης φάσεων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фазоиндикатор
-
67 высота
высот||аж1. τό ὕψος, τό ψήλος:\высота иад уровнем мо́ря τό ὑψόμετρο, ὁ ὑψο-δείκτης· \высота полета ἀβ. τό ὑψος· πτήσης· набирать \высотау́ ἀβ. ἀνεβαίνω ψηλά· \высота тона τό ὕψος τῆς φωνής· в \высотае́ στά ὕψη· с \высотаы ἀπό τό ὕψος, ἐξ ὕψους·2. (возвышенность) τό ὑψωμα:горные высоты τά ὁρεινά ὕψη, τά κορφοβούνια· ◊ командные высоты τά ήνία τής ἐξουσίας· быть на \высотае положения εἶμαι (или στέκομαι) στό ὕψος τών περιστάσεων. -
68 индекс
индексм1. (указатель) ὁ δείχτης, ὁ πίνακας, ὁ πίναξ:\индекс цен ὁ δείχτης τῶν τιμών2. мат ὁ δείκτης, τό σημείο[ν]. -
69 индикатор
индикаторм тех., хим. ὁ δείκτης. -
70 палец
пал||ецм τό δάχτυλο, ὁ δάκτυλος, τό δάκτυλο[ν]:большой \палец ὁ ἀντίχειρ, τό μεγάλο δάκτυλο· указательный \палец ὁ λιχα-νός, ὁ δείκτης· средний \палец τό μεσαίο δάχτυλο, ὁ μέσος δάκτυλος· безымянный \палец ὁ παράμεσος (δάκτυλος)· отпечаток \палецыдев τά δακτυλικά ἀποτυπώματα· указывать \палецьцем δείχνω μέ τό δάχτυλο, δακτυλοδεικτώ· ◊ \палец о \палец не ударить разг δέν κάνω ἀπολύτως τίποτε· ему́ \палецьца в рот не клади разг πρέπει νά φυλάγεσαι ἀπ· αὐτόν он \палецьцем никого не тронет δέν πειράζει ὁδτε μερμήγκι· их можно по \палецьцам пересчитать μετριοῦνται στά δάκτυλα· смотреть сквозь \палецьцы на что-л. κάνω στραβά μάτια· знать как свои́ пять \палецьиев τό ξέρω στά πέντε δάκτυλα, τά παίζω (εΙς) στά δάκτυλα μου· попасть \палецьцем в небо разг κάνω γκάφα· обвести иокру́г \палецьца разг κοροϊδεύω, ἐξαπατώ· высосать из \палецьца разг ἐπινοώ. -
71 показатель
показател||ьм1. ὁ δείκτης, ἡ ἐνδειξις:высокие \показательи производительности труда οἱ ὑψηλοί δείκτες παραγωγικότητας τῆς δουλείας·2. мат ὁ ἐκθετης. -
72 стрелка
стрелкаж1. (часовая) ὁ (ώρο)δείκτης; минутная \стрелка ὁ λεπτοδείκτης·2. (знак для указания) τό τόξο[ν]·3. (у весов) ὁ δείκ· της, ἡ γλωσσίς·4. ж.-д. ἡ βελόνη, τό κλειδί. -
73 αυξητικός
η, ό[ν]1) увеличивающий, умножающий, способствующий росту; 2) показывающий увеличение, рост;αυξητικός δείκτης — таблица роста и веса детей
-
74 δεικτών
δείκτηςexhibitor: masc gen plδεικτόςcapable of proof: fem gen plδεικτόςcapable of proof: masc /neut gen pl -
75 δεικτῶν
δείκτηςexhibitor: masc gen plδεικτόςcapable of proof: fem gen plδεικτόςcapable of proof: masc /neut gen pl -
76 δείκτησιν
-
77 δείκτῃσιν
-
78 forefinger
['fo:fiŋɡə](the finger next to the thumb.) δείκτης -
79 gauge
[ɡei‹] 1. verb1) (to measure (something) very accurately: They gauged the hours of sunshine.) (κατα)μετρώ2) (to estimate, judge: Can you gauge her willingness to help?) υπολογίζω2. noun1) (an instrument for measuring amount, size, speed etc: a petrol gauge.) μετρητής, δείκτης2) (a standard size (of wire, bullets etc): gauge wire.) (σταθερή) διάμετρος3) (the distance between the rails of a railway line.) πλάτος σιδηροδρομικής γραμμής -
80 hand
[hænd] 1. noun1) (the part of the body at the end of the arm.) χέρι2) (a pointer on a clock, watch etc: Clocks usually have an hour hand and a minute hand.) δείκτης3) (a person employed as a helper, crew member etc: a farm hand; All hands on deck!) βοηθός,μέλος πληρώματος4) (help; assistance: Can I lend a hand?; Give me a hand with this box, please.) χεράκι,χείρα βοηθείας5) (a set of playing-cards dealt to a person: I had a very good hand so I thought I had a chance of winning.) χαρτωσιά6) (a measure (approximately centimetres) used for measuring the height of horses: a horse of 14 hands.) παλάμη7) (handwriting: written in a neat hand.) γραφικός χαρακτήρας2. verb(often with back, down, up etc)1) (to give (something) to someone by hand: I handed him the book; He handed it back to me; I'll go up the ladder, and you can hand the tools up to me.)2) (to pass, transfer etc into another's care etc: That is the end of my report from Paris. I'll now hand you back to Fred Smith in the television studio in London.)•- handful- handbag
- handbill
- handbook
- handbrake
- handcuff
- handcuffs
- hand-lens
- handmade
- hand-operated
- hand-out
- hand-picked
- handshake
- handstand
- handwriting
- handwritten
- at hand
- at the hands of
- be hand in glove with someone
- be hand in glove
- by hand
- fall into the hands of someone
- fall into the hands
- force someone's hand
- get one's hands on
- give/lend a helping hand
- hand down
- hand in
- hand in hand
- hand on
- hand out
- hand-out
- handout
- hand over
- hand over fist
- hands down
- hands off!
- hands-on
- hands up!
- hand to hand
- have a hand in something
- have a hand in
- have/get/gain the upper hand
- hold hands with someone
- hold hands
- in good hands
- in hand
- in the hands of
- keep one's hand in
- off one's hands
- on hand
- on the one hand... on the other hand
-... on the other hand
- out of hand
- shake hands with someone / shake someone's hand
- shake hands with / shake someone's hand
- a show of hands
- take in hand
- to hand
См. также в других словарях:
δείκτης — exhibitor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείκτης — Αυτός που δείχνει· κάθε όργανο μέτρησης που χρησιμεύει για να δείχνει· ένας ενδεικτικός αριθμός. (Ανατ.) Το δεύτερο, μετά τον αντίχειρα, δάχτυλο του χεριού του ανθρώπου, που ονομάστηκε έτσι γιατί συνήθως χρησιμοποιείται για να δείχνει. (Μαθημ.) Δ … Dictionary of Greek
δείκτης — ο βλ. δείχτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεῖκτα — δείκτης exhibitor masc voc sg δείκτης exhibitor masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεικτῶν — δείκτης exhibitor masc gen pl δεικτός capable of proof fem gen pl δεικτός capable of proof masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείκτῃσιν — δείκτης exhibitor masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek
νοημοσύνη ή νόηση — Ο όρος χρησιμοποιείται στην τρέχουσα γλώσσα με διάφορες σημασίες, που άλλοτε αναφέρονται σε φιλοσοφικές και μεταφυσικές έννοιες και άλλοτε σε γεγονότα της πρακτικής ζωής. Ο μέσος άνθρωπος θεωρεί τη ν. ως ιδιαίτερη ικανότητα του πνεύματος, μια… … Dictionary of Greek
ορυκτό — Φυσική ουσία, συνήθως στερεή και ανόργανη με χημική σύσταση και φυσικές ιδιότητες καθορισμένες. Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, τα ο. είναι κρυσταλλικά, δηλαδή έχουν κανονικό σχήμα διεπόμενο από τους νόμους της κρυσταλλογραφίας· ελάχιστα είναι τα… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek