-
41 δείκνυμι
Grammatical information: v.Meaning: `show' (Il.).Derivatives: δεῖξις, often compounds ἀπό-, ἔν-, ἐπί-δειξις etc. (Ion.-Att.); δεῖγμα `sample', παρά-, ἔν-, ἐπί-δειγμα etc. (Ion.-Att.) with analogal γ (Schwyzer 769 n. 6), with παρα-δειγματικός, δειγματίζω, δειγματισμός etc. (Arist.). Nom. agentis: δείκτης, ἐν-, προ-δείκτης etc. (hell.) with δεικτικός, ἀπο-, ἐν-δεικτικός etc. (Att., Arist.). Nomen loci: δεικτήριον `showplace' (pap., EM) with δεικτηριάς f. `mime' (Plb.). - Isolated δείκηλον `(mimic) performance, picture, sculpture' (Hdt.; s. Chantr. Form. 242, Schwyzer 484) with δεικηλίκτᾱς (Dor.) `actor, ὑποκριτής' (Plu.); also δείκελον (Demokr.) and δείκανον (EM). - On δίκη s. v.Origin: IE [Indo-European] [188] *deiḱ-`show'Etymology: Beside the primary νυ-present with secondary full grade (exception Cret. δίκνυτι), which conquered all forms (except δίκη), other languages have a thematic root present, Lat. dīcō (old deicō) `speak', Goth. ga-teihan `show, make clear', OHG zīhan ` zeihen, accuse' etc.; with zero grade in Skt. diśáti `show, demonstrate'. Other formations, in Sanskrit the intensive dédiṣṭe, in Iranian the jot-present Av. disyeiti `show'; deverbatives Lat. dĭcāre, OHG zeigōn ` zeigen'. Isolated Hitt. tekkuššāmi `show' (with unclear uš-). - See W.-Hofmann s. dīcō. Monograph by J. Gonda Δείκνυμι. Diss. Utrecht 1929. - Cf. δηδέχαται.Page in Frisk: 1,355-356Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δείκνυμι
-
42 νομοδεικτης
-
43 προδεικτης
-
44 бензоуказатель
ο δείκτης (στάθμης) της βενζίνης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бензоуказатель
-
45 бонитет
1. лес. о δείκτης ποιότητας της αναδάσωσης 2. (платёжеспособность) η φερεγγυότητα, το αξιόχρεο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бонитет
-
46 вакуумметр
ο δείκτης κενούο μετρητής κενούτο κενόμετρο. гидростатический - υδροστατικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуумметр
-
47 водоуказатель
ο υδατοδείκτης, ο υδρο-δείκτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > водоуказатель
-
48 дальномер
(телеметр) το τηλέμετρο, το διαστημόμετρο, ο δείκτης των αποστάσεωνбинокулярный - см. стереоскопический -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дальномер
-
49 датчик
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > датчик
-
50 дифманометр
το διαφορικό μανόμετρο, (на малые перепады, обычно жидкостный) το διαφορικό μανόμετρο με στήλη υγρού(на большие перепады обычно механический) το διαφορικό μανόμετρο με ελατήριο ή μεμβράνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дифманометр
-
51 известитель
το ενημερωτικό σύστημα, ο δείκτης ενημέρωσης/αναγγελίας/συναγερ-μούмаршрутный - πορείας (αναγγελίες στάσεων κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > известитель
-
52 индекс
ο δείκτης, ο αριθμός- отсчёта курса неподвижный (в радиомагнитном индикаторе планово-навигационном приборе и т.п.) η σταθερή γραμμή πορείας (σε όργανα ναυσιπλοΐας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > индекс
-
53 индикатор
ο ενδείκτης, ο δείκτης- газа предохранительный горн. о ανιχνευτής αερίων- курса маяка бортовой (система слепой посадки) - πορείας φάρου (σύστημα τυφλής προσγείωσης)маршрутный ж.-д. - πορείαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > индикатор
-
54 курсопрокладчик
ο υποτυπωτής της πορείας, ο αυτόματος δείκτης της θέσης (του εδάφους).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > курсопрокладчик
-
55 курсоуказатель
ο δείκτης της θέσης (του αέρα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > курсоуказатель
-
56 макроиндикатор
ο δείκτης υψηλής ταχύτηταςο μακροδείκτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > макроиндикатор
-
57 маслоуказатель
ο δείκτης (στάθμης ή ποσότητας) του ελαίου/λαδιού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > маслоуказатель
-
58 отметка
1. (метка, знак) το σήμα, το σημείο, το σημάδι, (рлк) το στίγμαреперная - το σημείο χωροστάθμισης, το ορόσημο2. (оценка) о βαθμός 3. (действие, оговорка запись) το (υπο)σημείωμα, ο όροςτο άρθροконосамент с - ой «фрахт подлежит уплате грузополучателем» φορτωτική με - «ναύλος πληρωτέος εις τον προορισμόν υπό του παραλήπτου»Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отметка
-
59 отметчик
1. (самописец) το μηχάνημα καταγραφής των ενδείξεων, ο αναγραφέας 2. (указатель) о δείκτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отметчик
-
60 палец
1. тех. о πείρος, η περόνη 2. анат. το δάκτυλοбезымянный - παράμεσο -, ο δα-κτυλίτηςуказательный - ο λιχανός, ο δείκτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > палец
См. также в других словарях:
δείκτης — exhibitor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείκτης — Αυτός που δείχνει· κάθε όργανο μέτρησης που χρησιμεύει για να δείχνει· ένας ενδεικτικός αριθμός. (Ανατ.) Το δεύτερο, μετά τον αντίχειρα, δάχτυλο του χεριού του ανθρώπου, που ονομάστηκε έτσι γιατί συνήθως χρησιμοποιείται για να δείχνει. (Μαθημ.) Δ … Dictionary of Greek
δείκτης — ο βλ. δείχτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεῖκτα — δείκτης exhibitor masc voc sg δείκτης exhibitor masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεικτῶν — δείκτης exhibitor masc gen pl δεικτός capable of proof fem gen pl δεικτός capable of proof masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείκτῃσιν — δείκτης exhibitor masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek
νοημοσύνη ή νόηση — Ο όρος χρησιμοποιείται στην τρέχουσα γλώσσα με διάφορες σημασίες, που άλλοτε αναφέρονται σε φιλοσοφικές και μεταφυσικές έννοιες και άλλοτε σε γεγονότα της πρακτικής ζωής. Ο μέσος άνθρωπος θεωρεί τη ν. ως ιδιαίτερη ικανότητα του πνεύματος, μια… … Dictionary of Greek
ορυκτό — Φυσική ουσία, συνήθως στερεή και ανόργανη με χημική σύσταση και φυσικές ιδιότητες καθορισμένες. Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, τα ο. είναι κρυσταλλικά, δηλαδή έχουν κανονικό σχήμα διεπόμενο από τους νόμους της κρυσταλλογραφίας· ελάχιστα είναι τα… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek