-
1 ἵππος
Grammatical information: m. f.Meaning: `horse, mare' (Il.), collective f. `cavalry' (IA)Compounds: Very often in compp.: bahuvrihi ( λεύκ-ιππος), governing compp. ( ἱππό-δαμ-ος, ἱππ-ηλά-της), determin. compp. ( ἱππο-τοξότης); with transformed 2. member ( ἱππο-πόταμος, ἵππ-αγρος for ἵππος ποτάμιος, ἄγριος, Risch IF 59, 287; ἱππο-κορυστής, s. κόρυς); with metr. conditioned ἱππιο- for ἱππο- in ἱππιο-χαίτης, - χάρμης (ep.). As 1. member also augmentative, esp in plant-names ( ἱππο-λάπαθον a. o., Strömberg Pflanzennamen 30).Derivatives: A. Substantives: diminut. ἱππάριον (X.), ἱππίσκος `(small) statue of a horse' (Samos IVa) etc., ἱππίδιον as fishname (Epich.; Strömberg Fischnamen 100). - ἱππότης m. `horse-, chariot-driver' (Il.; in Homer always ἱππότᾰ with voc. = nom.; see Risch Sprachgesch. und Wortbed. 389ff), f. ἱππότις (Nonn.); ἱππεύς `horse-driver, chariot-fighter' (Il.), `cavalrist' (Sapph., A., Hdt.), `knight' as social class (Hdt., Ar., Arist.); from there ἱππεύω, s. C.; also as name of a comet like ἱππίας (Plin., Apul.; Scherer Gestirnnamen 107); ἱππών `stable' (Att. inscr., X.); ἱππάκη `cheese of mare-milk' (Hp.), also plant-name (Strömberg Pflanzennamen 136; formation like ἐριθάκη, ἁλωνάκη a. o.); ἵππερος "horse-fever" (Ar., like ἴκτερος, ὕδερος); ἱπποσύνη `art of driving, cavalry' (Il.; Urs Wyss Die Wörter auf - σύνη 23 u. 49). - B. Adjectives: ἱππάς f. `belonging to a horse, status and census of the knights in Athens' (Hp., Arist.); ἵππειος `belonging to a horse' (Il.); ἵππιος `id.' (Alc., Pi., trag.), often as epithet of gods (Poseidon, Athena etc.); from there Ίππιών as month-name (Eretria); ἱππικός `id.' (IA; Chantraine Et. sur le vocab. gr. 141); ἱππώδης `horse-like' (X.). - C. Verbs: 1. ἱππάζομαι, also with ἀφ-, ἐφ-, καθ- a. o., `drive horses, serve as riding-horse' (Il.) with ἱππασία, ἱππάσιμος, ἱππαστήρ, - άστρια, ἱππαστής, - αστικός, ἵππασμα, ἱππασμός. 2. ἱππεύω `id.' (IA), prop. from ἱππεύς, but also referring to ἵππος (Schwyzer 732), also with prefix, e. g. ἀφ-, καθ-, παρ-, συν-; from there ἱππευτήρ, - τής, ἱππεία, ἵππευσις, ἵππευμα; details in Boßhardt Die Nom. auf - ευς 34f. - Further endless proper-names, both full- and short-names ( Ίππόλυτος, Ίππίας, Ι῝ππη etc.etc.). See E. Delebecque Le cheval dans l'Iliade. Paris 1951.Origin: IE [Indo-European] [301] *h₁eḱuos `horse'Etymology: Inherited word for `horse', e. g. Skt. áśva-, Lat. equus, Venet. acc. ekvon, Celt., e. g. OIr. ech, Germ., e. g. OE eoh, OLith. ešva `mare', Toch. B yakwe, perh. also Thrac. PN Βετεσπιος, give IE *h₁eḱu̯os; further HLuw. aśuwa, Lyc. esbe. From this form we expect Gr. *ἔππος or *ἔκκος (s. Schwyzer 301). A form with geminate is indeed found in ἴκκος (EM 474, 12), Ἴκκος PN (Tarent., Epid.); s. Lejeune, Phonétique 72. (With ἴκκος: ἵππος cf. Pannonian PN Ecco, Eppo.) A problem is the ἰ-; one suggestion was that it is Mycenaean; Cf. W.-Hofmann s. equus, Schwyzer 351. The aspiration is also difficult. - There is no further explanation for the word (connection e.g. with ὠκύς cannot be demonstrated).Page in Frisk: 1,734-735Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἵππος
-
2 ἵππος
1 horseθεὸς ἔδωκεν δίφρον τε χρύσεον πτεροῖσίν τ' ἀκάμαντας ἵππους O. 1.87
ὕμνον ἀκαμαντοπόδων ἵππων ἄωτον O. 3.4
μιν αἰνέω, μάλα τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων O. 4.14
ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε O. 5.7
Ποσειδανίοισιν ἵπποις ἐπιτερπόμενον O. 5.21
πῦρ πνεόντων ἀρχὸς ἵππων O. 7.71
ἀγάνορος ἵππου θᾶσσον O. 9.23
ἕλε Βελλεροφόντας ἵππον πτερόεντ O. 13.86
στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτὰν P. 1.37
ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2
Κένταυρον, ὃς ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν ἐμείγνυτ P. 2.45
“ ἀντὶ δελφίνων δ' ἐλαχυπτερύγων ἵππους ἀμείψαντες θοάς” P. 4.17Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα P. 6.32
κρηπῖδ' ἀοιδᾶνἵπποισι βαλέσθαι P. 7.3
ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων N. 1.6
παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις N. 9.34
φιάλαις ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν N. 9.52
Πανελλάνεσσι δ' ἐριζόμενοι δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων I. 4.29
ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι I. 5.5
ἔιδεν οὔτε πατρωίαις ἐν ἀρούραις ἵππους Μυρμιδόνων Pae. 6.107
θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν fr. 89a. 3. ἵππων τ' ὠκυπόδων πολυγνώτοις ἐπὶ νίκαις Παρθ. 2.. Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν μιμέο *fr. 107a. 1* καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ; τέρπονται Θρ... Διομήδεος ἵππους fr. 169. 9. ] ἵππο[ fr. 169. 22. ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (v. l. ἵππιον) fr. 203. 2. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος fr. 234. πελεκυφόρας ἵππος fr. 339a. pl. as general term for horses and chariot, or the chariot itself:χρυσέαισί τ' ἀν ἵπποις O. 1.41
δωδεκάγναμπτον περὶ τέρμα δρόμου ἵππων O. 3.34
κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14
ἀποπέμπων Αἰακὸν δεῦρ' ἀν ἵπποις χρυσέαις O. 8.51
ἀν' ἵπποισι δὲ τέτρασιν O. 10.69
εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλὼν P. 5.21
Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχονθοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις P. 11.48
ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα, κρύψεν τ ἅμ ἵπποις N. 9.25
πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις I. 1.62
οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν I. 2.13
Θέμιν οὐρανίαν χρυσέαισιν ἵπποις ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 2. ἀλ]λοτρίαις ἀν' ἵπποις sc. of the Muses. Πα. 7B. 12.ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ Pae. 15.2
οὔθ ἵπ[ (ἵπ[ποισι]ν ἀγαλλόμ[ενος add. Snell ex alio frag. papyri) fr. 215b. 13. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι fr. 221. 1. -
3 ἵππος
ἵππος, ὁ,A horse, ἡ, mare, most freq. fem. in Poets; in fullθήλεες ἵπποι Il.5.269
;ἵπποι θήλειαι 11.680
, Od.4.635;ἄρσενες ἵπποι 13.81
, cf. Hdt.3.86, Pl.Hp.Ma. 288b: pl., ἵπποι team of chariot-horses, Il.16.370, al.: freq. in dual, 5.237, 8.41, al.: hence, of the chariot itself, ἀφ' ἵπποιιν, ἀφ' ἵππων, from the chariot, Il.5.13,19,al.; καθ' ἵππων ἆλτο, ἐξ ἵππων βῆσε, ib. 111, 163; ἵππων ἐπιβησόμενος intending to mount his chariot, ib.46; opp.πεζοί, πλῆτο δὲ πᾶν πεδίον πεζῶν τε καὶ ἵππων Od.14.267
, cf. 9.49;ἵπποι τε καὶ ἀνέρες Il.2.554
;λαός τε καὶ ἵπποι 18.153
; of riders,νῶθ' ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον Hes.Sc. 286
; freq. of race-horses,ἵ. ἀκαμαντόποδες Pi.O.3.4
;ἀελλόποδες Simon.7
;ἀθληταί Lys.19.63
: metaph., ἁλὸς ἵ., of ships, Od.4.708, cf. Secund. Sent.17.2 the constellation Pegasus, Eudox. ap. Hipparch.1.2.12, Ptol.Tetr.27, Vett.Val.12.11.3 title of Hecate in the Mithraic cult, Porph.Abst.4.16.4 perh. an instrument of torture, Lat. eculeus, Plu.Luc.20(pl.).II as Collective Noun, ἵππος, ἡ, horse, cavalry, ἡ τῶν Θεσσαλῶν ἵ. Hdt.5.64, etc.: always in sg., even with numerals, ἵ. χιλίη a thousand horse, Id.7.41; μυρίη ibid.; μυρία, τρισμυρία, A.Pers. 302, 315; ἡ διακοσία ἵ. Th.1.62;ἵππον ἔχω εἰς χιλίαν X.Cyr.4.6.2
.III a sea-fish, Antim. et Numen. ap. Ath. 7.304e; but ὁ ἵ. ὁ ποτάμιος the hippopotamus, Hdt.2.71, Arist.HA 502a9;ὁ ἵ. τοῦ Νείλου Ach.Tat.4.2
.b pudenda muliebria et virilia, Hsch.V a complaint of the eyes, such that they are always winking, Gal.16.611,al. (also in Hp., acc. to [Gal.]19.436).VI title of ministrants ('chuckersout') in certain religious ceremonies, IG22.1368.144 (Athens, ii A.D.), 3.1280a.VII in compds., to express anything large or coarse, as in our horse-chestnut, horse-laugh, v. ἱππό-κρημνος, -λάπαθον, -μάραθον, -πορνος, -σέλινον, -τυφία, and cf. βου-. (From ἴκϝος, v. ἴκκος; cf. Skt. aśvas, Lat. equus: the ἴ- (in place of e-) and the aspirate are unexplained; the latter acc. to Gell.2.3.2 was confined to Attic; cf. Λεύκ-ιππος, Γλαύκ-ιππος.) -
4 Ίππος
-
5 Ἵππος
-
6 ίππος
-
7 ἵππος
-
8 ἵππος
ἵππος: horse or mare; ἄρσενες ἵπποι, ‘stallions,’ Od. 13.81 ; θήλεες ἵπποι, ἵπποι θήλειαι, Ε 2, Il. 11.681; the Homeric Greeks did not ride horseback, but employed chariots; hence ἵπποι, oftener ἵππω, span, chariot, alone or w. ἅρμα, Il. 12.120; freq. ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν, Il. 12.114, 11; ἐξ or ἀφ' ἵππων ἀποβῆναι, Γ 2, Il. 5.13; of chariotmen as opposed to infantry, Od. 14.267, Il. 2.554, Il. 16.167, Il. 18.153.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἵππος
-
9 ἵππος
ἵππος, ου, ὁ (s. two prec. entries; Hom.+) horse, steed Js 3:3; Rv 9:9; 14:20; 18:13; 19:18. Horses of var. colors play a large role in Rv (s. on πυρρός): a white horse (Aeneas Tact. 1488) 6:2; 19:11, 14; cp. vss. 19, 21; fiery red 6:4; black vs. 5; pale, dun vs. 8. Grasshoppers like horses 9:7; horses w. lions’ heads vs. 17; cp. 19. S. MMüller, D. apokal. Reiter: ZNW 8, 1907, 290ff; GHoennicke, D. apokal. Reiter: Studierstube 19, 1921, 3ff; AvHarnack, D. apokal. Reiter: Erforschtes u. Erlebtes 1923, 53ff; LKöhler, D. Offenb. d. Joh. 1924, 59–68; Boll 78ff, agreeing w. him GBaldensperger, RHPR 4, 1924, 1ff, against him JFreundorfer, Die Apk. des Ap. Joh. 1929, 67–123; FDornseiff, ZNW 38, ’39, 196f; B. 167f; BHHW III 1438f; Pauly-W. XIX 2, 1430–44; Kraft, Hdb. ’74, 114–18.—DELG. M-M. TW. -
10 ἵππος
-ου + ὁ N 2/ἡ 18-55-66-20-47=206 Gn 14,11.16.21; 47,17; 49,17horse Gn 47,17; ἡ ἵππος cavalry, horses Ex 5,19θήλειαι ἵπποι mares 1 Kgs 10,26*Gn 14,11 ἵππον cavalry-שׁרכ for MT שׁ(ו)רך goods, see also Gn 14,16.21Cf. HARL 1986a, 158; LEE, J. 1983, 35; RUDOLPH 1971 218(Am 6,7); WEVERS 1990 211.235; →TWNT -
11 Ίππω
-
12 ίππω
ἵπποςhorse: masc /fem nom /voc /acc dualἵπποςhorse: masc /fem gen sg (doric aeolic)——————ἵπποςhorse: masc /fem dat sg -
13 ἅρμα
1 chariot ἅρμα θοὸν τάνυεν sc. Poseidon O. 8.49τίς ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62
εὔδοξον ἅρματι νίκαν P. 6.17
Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα P. 6.32
τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι P. 11.46
ἅρμα δ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7
τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων N. 9.4
νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν (sc. Ἄδραστος) N. 9.12ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας I. 1.14
ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν γείτον ἀμειβομένοις εὐεργέταν ἁρμάτων ἱπποδρόμιον κελαδῆσαι i. e. Poseidon I. 1.54ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν παλαιὰν ἅρμασιν I. 3.16
( φάμα):ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν I. 4.25
ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι I. 5.5
ἅρμα Θηβαῖον (sc. ἐξοχώτατόν ἐστι) fr. 106. 5. παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων fr. 206. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος fr. 234. pl. pro sing., “ ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων ἐς Ἆλιν” O. 1.77Ἱέρωνος ὑπὲρ καλλινίκου ἅρμασι P. 1.33
ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον ( ἔν τ' ἄρματα v. l.) P. 2.11χαμαὶ καταβαὶς ἀφ' ἁρμάτων N. 6.51
ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς (ὡς ἐπὶ τῶν ἁρμάτων ὁ ῥυμὸς μέσος ἐστίν, οὕτως ὁ Σωγένους οἶκος ἐξ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν ἔχων τὰ σὰ τεμένη, μέσος ἐστίν. Σ.) N. 7.93 met., chariot of the Muses, i. e. song,ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι σὺν ἅρματι θοῷ κλείζειν O. 1.110
Θώρακος, ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν, τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον P. 10.65
ἔσσυταί τε Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα πυγμάχου κελαδῆσαι I. 8.61
πο] τανὸν ἅρμα Μοισα[ Πα. 7B. 13. -
14 πρόσκειμαι
A v. κεῖμαι), serving as [voice] Pass. to προστίθημι, to be placed or laid by or upon, lie by or upon, οὔατα προσέκειτο handles were upon it, Il.18.379; τῇ θύρᾳ πρόσκεισο keep close to the door, Ar.V. 142, cf. E.Ph. 739; δοκοὶ τῷ τείχει.. προσκείμεναι lying near the wall, Th.4.112; of places, lie near, be adjacent,τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ Plb.3.24.2
, etc.; ὁ προσκείμενος [ ἵππος] the inside horse (turning a corner), S.El. 722: metaph., πρόσκειται τὸ κάλλος ( ὁ καλός ap. Stob.)τῷ ἀγαθῷ X.Oec.6.15
.3 of pessaries, to be applied, remain in place, Hp.Nat.Mul. 109, Mul.1.37.II generally, to be involved in or bound up with,εἴ τῳ πρόσκειμαι χρηστῷ S.El. 240
(lyr.); ᾧ σὺ πρόσκεισαι κακῷ ib. 1040; ; cf. infr. 111.2 to be attached or devoted to, τινι Hdt. 6.61;τῷ δήμῳ Th.6.89
, etc.: abs., θεραπεύων π. Id.8.52; devote oneself to the service of a god,τῷ Διονύσῳ D.C.51.25
; π. διάκονος καὶ ἀκόλουθος ἐκείνῳ (sc. τῷ θεῷ) Arr.Epict.4.7.20; also of things, π. τῷ λεγομένῳ put faith in a story, Hdt.4.11; π. οἴνῳ, τῇ φιλοινίῃ, to be addicted to wine, Id.1.133, 3.34; ἄγραις devote oneself to hunting, S.Aj. 407 (lyr.);ταῖς ναυσί Th.1.93
, cf. 8.89;τῇ τοῦ ὄντος ἰδέᾳ Pl.Sph. 254a
;τῇ τοῦ Ὁμήρου ποιήσει Paus.2.21.10
;τοῖς Δημοσθένους λόγοις Aristid.2.315J.
;θειασμῷ Th.7.50
, Plu.Nic.4.3 urge, entreat, solicit,Κύρῳ π. δῶρα πέμπων Hdt.1.123
; π. αὐτῷ ἀξιοῦντες .. X.HG3.4.7: abs., ἐπηκολούθουν κἠντιβόλουν προσκείμενοι with importunity, Ar.Fr. 543; προσκείμενος ἐδίδασκε with zeal, Th.7.18;δεόμενοι προο έκειντο Plu. Per.33
.b in military sense, press hard, pursue closely,ἡ ἵππος προσέκειτο πᾶσα Hdt.9.57
, cf. 40,60;ᾗ μάλιστα αὐτοῖς προσκέοιντο Th.4.33
, etc.; τὸ προσκείμενον the pressure of the enemy, Hdt.9.61; : metaph.,ἀνάγκης ἀεὶ προσκειμένης Pl.Phdr. 240e
: rarely c. acc., (s.v.l.).III to be assigned to, fall to, belong to,τοῖσι θεῶν τιμὴ αὕτη πρόσκειται Hdt.1.118
, cf. 2.83, etc.; τῷ πρόσκειμαι δούλα; E.Tr. 185 (lyr.), cf. Hdt.1.196; of qualities,τὴν ἀβουλίαν ὅσῳ μέγιστον ἀνδρὶ πρόσκειται κακόν S.Ant. 1243
;βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ π. σοφά Id.Fr. 102
;ἦ πόλλ' ἀγρώταις σκαιὰ π. φρενί E.Rh. 266
; ; τὸ ῥῆμα πρόσκειται τῇ προτέρᾳ τέρᾳ αἰτιατικῇ belongs to.., A.D.Synt.243.20; to be laid upon as a charge, business, , cf. 1.119;ἐμοὶ τοῦτο π., μηδένα πελάζειν δόμοις E.Hel. 443
;ἄλλῳ δ' ἄλλο π. γέρας, σὲ μὲν μάχεσθαι, τοὺς δὲ βουλεύειν καλῶς Id.Rh. 107
; of punishments,προσκειμένης ζημίας τῷ πωλοῦντι X.Vect.4.21
(sed leg. προκ-).2 to be added or attached to, ἄλγος ἄλγει π. E.Alc. 1039;ἐπὶ τοῖς πάλαι κακοὶς π. πῆμα Id.Heracl. 483
;κέρδος πρὸς ἔργῳ Id.Rh. 162
;π. τῇ πόλει ὑπὸ τοῦ θεοῦ ὥσπερ ἵππῳ Pl.Ap. 30e
; ἐχθρὰ δὲ τῷ θανόντι προσκείσει thou wilt be for ever hated by.., S.Ant.94;ταῦτα προσκείσθω τοῖς εἰρημένοις Isoc.15.196
: abs.,ἡ χάρις προσκείσεται S.OT 232
; ; αἱ γραφαὶ (of νώ)οὐκ ἔχουσι τὸ ῑ προσκείμενον A.D.Pron.86.12
; τὰ ἀντίγραφα οὐκ ἔχει προσκείμενον τῷ φρενιτικοί τὸ εἰσίν" Gal.16.491, cf. 840.3 Arith. and Geom., to be added, opp. ἀφῃρῆσθαι, Arist.EN 1132b7, cf. 1138a19, PCair.Zen.707.3, 709.7 (iii B.C.); προσκείσθω ποτί .. Archim.Spir.10; also κοινὸς -κείσθω λόγος let the ratio be multiplied into both, Papp.66.28.4 in Logic, to be added as a determinant (v.πρόσθεσις 111.2
),τὸ προσκείμενον Arist.Int. 21a21
; τοῖς ὅροις, ἄλλῳ π., Id.APr. 30a1, Metaph. 1029b31; so later, to be specified or given in a document, ὁ αὐτὸς χρόνος π. BGU 388 ii 37 (ii A.D.), cf. PRyl.421.36 (iii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσκειμαι
-
15 ἀέθλιος
A gaining the prize, or running for it, ἵππος καλὴ καὶ ἀεθλίη a race-horse, Thgn.257;ἵππος ἀέθλιος Call.Del. 113
:—[var] contr. ἄθλιος (q.v.) only in a restricted sense.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀέθλιος
-
16 ἱπποσύνη
A the art of driving the war-chariot: generally, driving, horsemanship,ἱπποσύνῃ.. πεποιθώς Il.4.303
, cf. 11.503;ἔξοχοι ἱπποσύνᾳ Simon.108
( = IG12.946): in pl.,λελασμένος ἱπποσυνάων Il.16.776
, Od.24.40;ἱπποσύνας ἐδίδαξαν Il.23.307
.II = ἵππος 11, horse, cavalry, Orac. ap. Hdt.7.141.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποσύνη
-
17 ἴκκος
-
18 δάμνημι
Grammatical information: v.Meaning: `tame, subdue, conquer', esp. of horses.Other forms: 3. sg. also δαμνᾳ̃ (for Aeol. δάμνᾱ, Schwyzer 694), aor. δαμάσ(σ)αι, intr. δαμῆναι, perf. δέδμημαι (Il.); to δαμάσ(σ)αι new present δαμάζω (A.), fut. δαμάσσω, 3. sg. δαμᾳ̃ (Il.), aor. Pass. δαμα-σ-θῆναι (Il.), also (after δέδμημαι) δμηθῆναι (Il.)Compounds: ὑπο-. as first member in δάμν-ιππος (Orph.)Derivatives: δμητήρ ( ἵππων) `tamer' (h. Hom., Alkm.), f. δμήτειρα (Il.), δμῆσις ( ἵππων) `taming' (Il.); ἀ-δμής, - τος f. m. `untamed, unmarried' (Od.), also ἄ-δμη-τος `id.' (Il.) and ἀ-δάμα-σ-τος (Il.), ἀ-δάμα-τος (trag.), δμᾱτέα (Dor.). δαμαστέα H.; on ἀδάμας s. s. v. - Isolated δαμα- and δαμν-: Δαμαῖος `tamer' of Poseidon (Pi.), δαμάτειρα (AP), παν-δαμάτωρ `alltamer' (Il.), late f. πανδαμάτειρα; δάμασις and δαμαστικός (sch.), δαμάστης ([Epich.] 301 [?], gloss.); δαμνῆτις δαμάζουσα, τιμωρός; δάμνος ἵππος. Τυρρηνοί H. - δαμασώνιον and δαμναμένη plant names (Dsc., Ps.-Dsc.; for love, Strömberg Pflanzennamen 92). - On δαμάλης s. s. v. Not here δμώς, s. v.Etymology: The present δάμνημι, Aeol. δάμνᾱμι agrees with OIr. damnaim `bind, tame (horses)' from *dm̥-n-eh₂-mi, from a disyllabic root * demh₂- seen in δαμά-σαι, where *δεμα- was reshaped to δαμα-, partly after - δαμο- \< * dmh₂-o ; zero grade *dm̥h₂- in δμη-θῆναι (Dor. δμᾱ-). Many representatives (note Hitt. damaš-zi `he forces, urges'). Note παν-δαμάτωρ = Lat. domitor, Skt. damitár-; they may be independent parallel formations. As second member in compounds ἱππό-]δαμος (Il.) = Skt. ariṃ-] dama- `conquering the enemy' (from * domh₂-o-?); ( ἄ-)δμητος: Skt. dāntá- from *dm̥h₂-to- (independent Lat. domitus). - The old presents Lat. domāre = Skt. damāyáti and OHG zamōn, Goth. ga-tamjan, NHG zähmen = Skt. damáyati are not found in Greek. - Not to the old word for `house' (s. δόμος and δεσπότης).Page in Frisk: 1,346Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δάμνημι
-
19 Ίππε
-
20 Ἵππε
См. также в других словарях:
Ἵππος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵππος — horse masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
ίππος — ο 1. άλογο: Εκτρέφει ίππους. 2. όργανο για τη γυμναστική που έχει σχήμα ίππου. 3. μονάδες μέτρησης της δύναμης των μηχανών: Κινητήρας σαράντα ίππων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δούρειος Ίππος — Κολοσσιαίο ξύλινο ομοίωμα αλόγου, που, σύμφωνα με τη μυθολογία, κατασκεύασαν οι Αχαιοί και το χρησιμοποίησαν ως τέχνασμα για την εκπόρθηση της Τροίας. Η ιδέα του τεχνάσματος ανήκε στον Οδυσσέα και την κατασκευή του τεράστιου ομοιώματος ανέλαβε ο… … Dictionary of Greek
Οκτώβριος ίππος — Εξιλαστήριο άλογο, που το θυσίαζαν κάθε χρόνο στη Ρώμη. Θυσία αλόγων γινόταν στα αρχαία χρόνια σε σπάνιες περιπτώσεις. Το αίμα του αλόγου που θυσιαζόταν στη Ρώμη, ανακατευόταν από τις Εστιάδες με τη στάχτη μοσχαριών και αποτελούσε καθαρτήριο… … Dictionary of Greek
δούρειος ίππος — ο 1. το ξύλινο άλογο που επινόησε ο Οδυσσέας, με το οποίο οι Έλληνες ξεγέλασαν τους Τρώες και κυρίεψαν την Τροία. 2. μτφ., δόλιο μέσο, ενέδρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἵππω — Ἵππος masc nom/voc/acc dual Ἵππος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵππω — ἵππος horse masc/fem nom/voc/acc dual ἵππος horse masc/fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποί — Ἱππός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱππῶν — Ἱππός masc gen pl Ἱππώ fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)