-
1 οικοθεν
adv.1) из дому(ἄγειν τι Hom.; ὁρμᾶν Thuc.)
δεῦρο οἴ. ἀφικέσθαι Plat. — прибыть сюда из (своего) отечества;οἴ. οἴκαδε Pind. — из (одного своего) дома в другой2) у себя дома, на родинеὁ οἴ. Plat. — домашний, отечественный, внутренний;
οἱ νόμοι οἱ οἴ. Aesch. — местные законы;οἱ οἴ. φίλοι Eur. — близкие друзья3) из собственных средств, от себя(ἄλλο ἐπιθεῖναι и ἐπιδοῦναι Hom.)
πόθεν ἂν λάβοιμι ῥῆμα ; οὐ γὰρ εἶχον οἴ. Arph. — откуда мне взять (нужное) слово?, у меня ведь нет его4) от рождения, по природеψευδεῖς οἴ. δόξας ἔχειν Aeschin. — сызмальства иметь ложные представления
См. также в других словарях:
-θε — (AM θε και θεν) κατάληξη τοπικών επιρρ. που δηλώνει την από τόπου κίνηση («δώθε», «κείθε», «πάροιθε», «άνωθεν») αρχ. κατάληξη τής γενικής ή αφαιρετικής εν. ουσ. ή επιθ. ή αντωνυμιών που δηλώνει την από τόπου κίνηση, την προέλευση ή την καταγωγή… … Dictionary of Greek
Λεσβόθεν — (Α) επίρρ. από τη Λέσβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λέσβος + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. Αθηνό θεν, οίκο θεν)] … Dictionary of Greek
ηερίηθεν — ἠερίηθεν (Α) επίρρ. από τον ομιχλώδη τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ηερίη, παλαιά ονομασία τής Αιγύπτου + κατάλ. θεν, δηλωτική της από τόπου κινήσεως (πρβλ. εντεύ θεν, οίκο θεν)] … Dictionary of Greek
ηερόθεν — ἠερόθεν (Α) επίρρ. (ιων. και επικ. τ. τού ἀερόθεν) από τον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηερ ος) + κατάλ. θεν, δηλωτική τής προελεύσεως ή τής από τόπου κινήσεως (πρβλ. εκεί θεν, οίκο θεν)] … Dictionary of Greek
κρήνηθεν — (Α) επίρρ. από την κρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. άλλο θεν, οίκο θεν)] … Dictionary of Greek
κρημνόθεν — (Α) επίρρ. από την κορυφή τού γκρεμού, από ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. αγρό θεν, οίκο θεν)] … Dictionary of Greek
en1 — en1 English meaning: in, *into, below Deutsche Übersetzung: “in” Note: (: *n̥; Slav. also *on?); eni, n(e)i; perhaps also n̥dhi (ending as epi, obhi etc. perhaps related to loc. in i, if if not even created after it). Material … Proto-Indo-European etymological dictionary
Μαραθωνόθεν — (Α) επίρρ. από τον Μαραθώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μαραθώνας + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. οίκο θεν)] … Dictionary of Greek
μέροθεν — (Μ) επίρρ. σε μερικά μέρη, κατά τόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. οίκο θεν)] … Dictionary of Greek
μεσσόθεν — (ποιητ. τ.) και μεσόθεν και μέσοθεν (Α) επίρρ. 1. από τη μέση 2. στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(σ)ος (βλ. λ. μέσος) + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. οίκο θεν)] … Dictionary of Greek
de-, do- — de , do English meaning: a demonstrative stem Deutsche Übersetzung: Demonstrativstamm, partly ich deiktisch; Grundlage verschiedener Partikeln Material: Av. vaēsmǝn da “ up there to the house “; Gk. δε in ὅ δε, ἥ δε, τό δε “ that… … Proto-Indo-European etymological dictionary