-
1 οψιγαμιον
(ᾰ) τό запоздалый брактолько в выраж.
ὀψιγαμίου δίκη или γραφή Plut. — привлечение к судебной ответственности за позднее вступление в брак
См. также в других словарях:
κενογάμιον — κενογάμιον, τὸ (Α) γάμος που τελείται χωρίς εμφάνιση, χωρίς ύπαρξη προσώπων («κενοτάφιον μὲν γὰρ εἶδον, κενογάμιον δὲ οὔ», Αχιλλ. Τάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. κεν(ο) * + γάμιον (< γάμιος < γάμος), πρβλ. κακο γάμιον, οψι γάμιον] … Dictionary of Greek