Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

οχτώ

  • 1 восемью

    восемью
    нареч ὁχτώ φορές, ὀκτάκις:
    \восемью восемь ὀχτώ ἐπί ὁχτώ, ὁχτώ φορές ὁχτώ.

    Русско-новогреческий словарь > восемью

  • 2 восьмеро

    αριθ. οχτώ μονάδες ή ζευγάρια•

    восьмеро человек οχτώ άνθρωποι•

    восьмеро ножниц οχτώ ψαλίδια•

    восьмеро глаз οχτώ μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > восьмеро

  • 3 восемь

    Русско-греческий словарь > восемь

  • 4 восьмой

    восьмой όγδοος \восьмойого числа στις οχτώ του μήνα
    * * *

    восьмо́го числа́ — στις οχτώ του μήνα

    Русско-греческий словарь > восьмой

  • 5 час

    час м η ώρα; два \часа δυο ώρες; полтора \часа μιάμιση ώρα; через \час ύστερα από μια ώρα, σε μια ώρα; который \час? τι ώρα είναι; в \час дня στη μία το μεσημέρι, στη μία η ώρα; в двенадцать \часов дня στις δώδεκα η ώρα; в восемь \часов вечера (утра) στις οχτώ το βράδυ (το πρωί)· за \час до... μια ώρα πριν...
    * * *
    м
    η ώρα

    два часа́ — δυο ώρες

    полтора́ часа́ — μιάμιση ώρα

    че́рез час — ύστερα από μια ώρα, σε μια ώρα

    кото́рый час? — τι ώρα είναι

    в час дняστη μία το μεσημέρι, στη μία η ώρα

    в двена́дцать часо́в дня — στις δώδεκα η ώρα

    в во́семь часо́в ве́чера (утра́) — στις οχτώ το βράδυ (το πρωί)

    за час до... — μια ώρα πριν…

    Русско-греческий словарь > час

  • 6 ввосьмером

    επίρ.
    οχτώ μαζί•

    мы эту работу сделали ввосьмером αυτή τη δουλιά την κάναμε εμεις οι οχτώ μαζί.

    Большой русско-греческий словарь > ввосьмером

  • 7 восемь

    восемь
    числит, колич. ὁκτώ, ὁχτώ.

    Русско-новогреческий словарь > восемь

  • 8 восьмой

    восьмой
    числит, порядк. ὀγδοος:\восьмойое марта ὀχτώ τοῦ Μάρτη.

    Русско-новогреческий словарь > восьмой

  • 9 минута

    мину́т||а
    ж в разн. знач. τό λεπτό, ἡ στιγμή:
    десять мину́т пятого τέσσαρες καί δέκα (λεπτά)· без двадцати́ мину́т восемь ὁχτώ παρά είκοσι· через пять I мину́т я ухожу́ μετά πέντε λεπτά φεύγω· через пять мину́т будь готов σέ πέντε λεπτά νά είσαι ἔτοιμος· в данную \минутау αὐτή τή στιγμή· в последнюю \минутау τήν τελευταία στιγμή· \минута в \минутау ἀκριβῶς στήν ῶρα· с \минутаы на \минутау ἀπό στιγμή σέ στιγμή· в одну́ \минутау μέσα σ· ἕνα λεπτό, σέ μιά στιγμή· подождите одну́ \минутау περιμένετε μιά στιγμή· сию \минутау ἀμέσως, μιά στιγμή· каждую \минутау κάθε λεπτό· с той \минутаы ἀπό ἐκείνη τή στιγμή, ἀπό τότε· в свободную \минутау σ'ἐλεύθερη ὠρα, ὀταν θά ἔχω καιρό· у меня нет ни одной свободной \минутаы δέν ἔχω ἐλεύθερη ὁὔτε μιά στιγμή.

    Русско-новогреческий словарь > минута

  • 10 ввосьмеро

    επίρ.
    οχτώ φορές, οχτάκις.

    Большой русско-греческий словарь > ввосьмеро

  • 11 восемь

    -сьми, οργν. восемью οχτώ• ο αριθμός 8.

    Большой русско-греческий словарь > восемь

  • 12 восемью

    επίρ.
    οχτώ φορές (στην πράξη του πολλαπλασιασμού).

    Большой русско-греческий словарь > восемью

  • 13 выстроить

    -ою, -оишь, ρ.σ.μ.
    1. χτίζω, οικοδομώ, ανεγείρω• τελειώνω την ανέγερση της οικοδομής.
    2. (στρατ.) συντάσσω•

    выстроить полк συντάσσω το σύνταγμα•

    выстроить солдат в одну шеренгу συντάσσω τους στρατιώτες εφ’ ενός ζυγού.

    1. (στρατ.) συντάσσομαι, μπαίνω στη γραμμή. || τοποθετούμαι•

    на тропинке -лись восемь пулеметов στο μονοπάτι στήθηκαν οχτώ πολυβόλα.

    2. χτίζομαι, οικοδομούμαι, ανεγείρομαι.
    3. (απλ.) τελειώνω την οικοδομή μου.

    Большой русско-греческий словарь > выстроить

  • 14 достоять

    -ого, -оишь
    ρ.σ.μ.
    στέκομαι ως ή ώσπου να τελειώσει•

    достоять до восьми часов στέκομαι όρθιος ως οχτώ ώρες•

    часовой -ал своё время ο σκοπός τέλειωσε τη σκοπιά του.

    παραστέκομαι, στέκομαι ώσπου.

    Большой русско-греческий словарь > достоять

  • 15 навязать

    -яжу, -яжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навязанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. δένω•

    навязать леску на удочку δένω την ορμιά στο αγκίστρι.

    2. μτφ. επιβάλλω πειθαναγκάζω.
    3. πλέκω (πολλά)•

    она -ла за месяц восемь пар чулбк αυτή έπλεξε σ ένα μήνα οχτώ ζευγάρια γυναικείες κάλτσες.

    ρ.δ. βλ. навязнуть.

    Большой русско-греческий словарь > навязать

  • 16 отжарить

    ρ.σ.μ.
    1. αποψήνω, αποτηγαν ίζω, α-ποκαβουρδίζω• τελειώνω το ψήσιμο, το τηγάνισμα, το καβούρδισμα.
    2. μτφ. (απλ.) εκτελώ, φτιάχνω κ.τ.τ. γρήγορα, ολοταχώς•

    он -ил за час восемь километров αυτός έτρεξε για μιά ώρα οχτώ χιλιόμετρα•

    всю книгу она -ла за один день όλο το βιβλίο αυτή το διάβασε για μιά μέρα•

    он -ил трепака αυτός χόρεψε τρεπάκι.

    || μαλώνω. || χτυπώ, δέρνω•

    -кнутом μαστιγώνω, χτυπώ με το βούρδουλα.

    Большой русско-греческий словарь > отжарить

  • 17 отработать

    ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отработанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. εργάζομαι, δουλεύω για να ξεπλερώσω. || εργάζομαι•

    отработать аванс δουλεύω για την προκαταβολή•

    я -ал восемь часов δούλεψα οχτώ ώρες.

    2. τελειώνω τη δουλειά.
    3. αφήνω τη δουλειά, παύω να εργάζομαι (λόγω γερατειών)•

    наш дедушка -ал ο παππούς δε δουλεύει άλλο πια.

    || φθείρομαι, αχρηστεύομαι από τη δουλειά, τρώγω το ψωμί μου.
    4. επεξεργάζομαι, δουλεύω, τελειοποιώ. || ασκούμαι, εξασκούμαι.
    τελειώνω την εργασία.

    Большой русско-греческий словарь > отработать

  • 18 перенести

    -несу, -несшь, παρλθ. χρ. перенс
    -несла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пере-нсший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перенесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. περνώ•

    ребёнка через ручей περνώ το παιδάκι• από το ρυάκι.

    2. μεταφέρω•

    перенести дрова из сарая в ку-хнго μεταφέρω καυσόξυλα αποτην αποθήκη στην κουζίνα.

    3. μετατοπίζω, μεταθέτω, μετακινώ, βάζω αλλού.
    4. κατευθύνω, καταφέρω•

    перенести глз.в-ный удар в центр расположения противника κατευθύνω το κύριο χτύπημα στο κέντρο της εχθρικής διάταξης.

    5. αναβάλλω•

    перенести заседание на восемь часов вечера αναβάλλω τη συνεδρίαση για τις οχτώ το βράδυ.

    || παρασταίνω γραφικά.
    6. λέγω, ανακοινώνω, εκμυστερεύο-μαι φλυαρώντας.
    7. δοκιμάζω, υποφέρω, περνώ, τραβώ•

    перенести много горя περνώ μεγάλη στε-χώρια.

    || αντέχω•

    растение легко -ело засуху το φυτό άντεξε καλά στην ξηρασία.

    8. (διαλκ.)
    επισωρεύω στοιβάζω•

    дорогу -ело (απρόσ.) ο δρόμος έκλεισε από το χιόνι.

    1. διατρέχω, διασχίζω, διαβαίνω γρήγορα. || στρέφω, γυρίζω, πετώ• κατευθύνομαι (για σκέψεις, ενδιαφέρον κ.τ.τ.).
    2. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, με τη φαντασία αναπολώ.

    Большой русско-греческий словарь > перенести

  • 19 полтина

    θ. (απλ.) βλ. полтинник.
    εκφρ.
    с -ой – και μισό•
    восемь с -ой – οχτώ και μισό.

    Большой русско-греческий словарь > полтина

  • 20 процент

    α.
    1. τα εκατό (ποσοστό)•

    восемь -ов οχτώ τα εκατό.

    2. τόκος•

    давать деньги на процент δίνω χρήματα μετόκο•

    процент на процент το επιτόκιο•

    годовой процент το ετήσιο επιτόκιο•

    ростовщические -ы τοκογλυφικά επιτόκια•

    под• большие -ы με μεγάλους τόκους.

    εκφρ.
    на сто -ов – πλήρως, εκατό τα εκατό• σίγουρα.

    Большой русско-греческий словарь > процент

См. также в других словарях:

  • οχτώ — οι, τα βλ. οκτώ …   Dictionary of Greek

  • συνοδός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… …   Dictionary of Greek

  • σύνοδος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… …   Dictionary of Greek

  • οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Σιδηροδρόμων Καλαμάτας — Το Μουσείο Σιδηροδρόμων Καλαμάτας λειτουργεί από το 1986 στο νότιο άκρο του Δημοτικού Πάρκου του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος. Το πάρκο αυτό καλύπτει μία έκταση 54 στρεμμάτων και γειτονεύει με μία περιοχή στην οποία υπάρχουν πολλά βιομηχανικά… …   Dictionary of Greek

  • οκτάωρο — Λέγεται και οχτάωρο. Χρονικό διάστημα 8 ωρών, συνοπτική συνήθως έκφραση της εργάσιμης ημέρας. Παλιό αίτημα της εργατικής τάξης (οχτώ ώρες εργασία, οχτώ ύπνος, οχτώ ανάπαυση), το ο. καθιερώθηκε έπειτα από μακροχρόνιους αγώνες με αποκορύφωση την… …   Dictionary of Greek

  • οκτάγωνος — οκτάγωνος, η, ο και οχτάγωνος, η, ο 1. αυτός που έχει οχτώ γωνίες: Οκτάγωνο σχήμα. 2. ως ουσ., οκτάγωνο, το το γεωμετρικό σχήμα με οχτώ γωνίες και οχτώ πλευρές, αλλ. οκτάπλευρο και οχτάπλευρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οχτάρα — η 1. σύνολο οχτώ πραγμάτων. 2. ο αριθμός οχτώ. 3. οχτώ μέρες: Βγήκε στην αναφορά, αλλά έφαγε μια οχτάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οχταμηνίτικος — η, ο αυτός που διαρκεί οχτώ μήνες, ή γίνεται σε οχτώ μήνες ή γεννιέται σε οχτώ μήνες: Γεννήθηκε οχταμηνίτικο το μωρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… …   Dictionary of Greek

  • οκτωκοράλλια — Κοράλλια της ομοταξίας των ανθόζωων. Ονομάζονται έτσι γιατί συγκροτούν αποικίες τις οποίες αποτελούν πολύποδες με οχτώ κεραίες, προσκολλημένες σε ασβεστολιθικό ή κεράτινο σκελετό. Ο δενδροειδής σκελετός ενός o., του κοραλλιού του ερυθρού,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»