-
1 восемью
восемьюнареч ὁχτώ φορές, ὀκτάκις:\восемью восемь ὀχτώ ἐπί ὁχτώ, ὁχτώ φορές ὁχτώ. -
2 восьмеро
αριθ. οχτώ μονάδες ή ζευγάρια•восьмеро человек οχτώ άνθρωποι•
восьмеро ножниц οχτώ ψαλίδια•
восьмеро глаз οχτώ μάτια.
-
3 восемь
-
4 восьмой
-
5 час
час м η ώρα; два \часа δυο ώρες; полтора \часа μιάμιση ώρα; через \час ύστερα από μια ώρα, σε μια ώρα; который \час? τι ώρα είναι; в \час дня στη μία το μεσημέρι, στη μία η ώρα; в двенадцать \часов дня στις δώδεκα η ώρα; в восемь \часов вечера (утра) στις οχτώ το βράδυ (το πρωί)· за \час до... μια ώρα πριν...* * *мη ώραдва часа́ — δυο ώρες
полтора́ часа́ — μιάμιση ώρα
че́рез час — ύστερα από μια ώρα, σε μια ώρα
кото́рый час? — τι ώρα είναι
в двена́дцать часо́в дня — στις δώδεκα η ώρα
в во́семь часо́в ве́чера (утра́) — στις οχτώ το βράδυ (το πρωί)
за час до... — μια ώρα πριν…
-
6 ввосьмером
επίρ.οχτώ μαζί•мы эту работу сделали ввосьмером αυτή τη δουλιά την κάναμε εμεις οι οχτώ μαζί.
-
7 восемь
восемьчислит, колич. ὁκτώ, ὁχτώ. -
8 восьмой
восьмойчислит, порядк. ὀγδοος:\восьмойое марта ὀχτώ τοῦ Μάρτη. -
9 минута
мину́т||аж в разн. знач. τό λεπτό, ἡ στιγμή:десять мину́т пятого τέσσαρες καί δέκα (λεπτά)· без двадцати́ мину́т восемь ὁχτώ παρά είκοσι· через пять I мину́т я ухожу́ μετά πέντε λεπτά φεύγω· через пять мину́т будь готов σέ πέντε λεπτά νά είσαι ἔτοιμος· в данную \минутау αὐτή τή στιγμή· в последнюю \минутау τήν τελευταία στιγμή· \минута в \минутау ἀκριβῶς στήν ῶρα· с \минутаы на \минутау ἀπό στιγμή σέ στιγμή· в одну́ \минутау μέσα σ· ἕνα λεπτό, σέ μιά στιγμή· подождите одну́ \минутау περιμένετε μιά στιγμή· сию \минутау ἀμέσως, μιά στιγμή· каждую \минутау κάθε λεπτό· с той \минутаы ἀπό ἐκείνη τή στιγμή, ἀπό τότε· в свободную \минутау σ'ἐλεύθερη ὠρα, ὀταν θά ἔχω καιρό· у меня нет ни одной свободной \минутаы δέν ἔχω ἐλεύθερη ὁὔτε μιά στιγμή. -
10 ввосьмеро
επίρ.οχτώ φορές, οχτάκις. -
11 восемь
-сьми, οργν. восемью οχτώ• ο αριθμός 8. -
12 восемью
επίρ.οχτώ φορές (στην πράξη του πολλαπλασιασμού). -
13 выстроить
-ою, -оишь, ρ.σ.μ.1. χτίζω, οικοδομώ, ανεγείρω• τελειώνω την ανέγερση της οικοδομής.2. (στρατ.) συντάσσω•выстроить полк συντάσσω το σύνταγμα•
выстроить солдат в одну шеренгу συντάσσω τους στρατιώτες εφ’ ενός ζυγού.
1. (στρατ.) συντάσσομαι, μπαίνω στη γραμμή. || τοποθετούμαι•на тропинке -лись восемь пулеметов στο μονοπάτι στήθηκαν οχτώ πολυβόλα.
2. χτίζομαι, οικοδομούμαι, ανεγείρομαι.3. (απλ.) τελειώνω την οικοδομή μου. -
14 достоять
-ого, -оишьρ.σ.μ.στέκομαι ως ή ώσπου να τελειώσει•достоять до восьми часов στέκομαι όρθιος ως οχτώ ώρες•
часовой -ал своё время ο σκοπός τέλειωσε τη σκοπιά του.
παραστέκομαι, στέκομαι ώσπου. -
15 навязать
навязать 1-яжу, -яжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навязанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.μ.1. δένω•навязать леску на удочку δένω την ορμιά στο αγκίστρι.
2. μτφ. επιβάλλω πειθαναγκάζω.3. πλέκω (πολλά)•она -ла за месяц восемь пар чулбк αυτή έπλεξε σ ένα μήνα οχτώ ζευγάρια γυναικείες κάλτσες.
навязать 2ρ.δ. βλ. навязнуть. -
16 отжарить
ρ.σ.μ.1. αποψήνω, αποτηγαν ίζω, α-ποκαβουρδίζω• τελειώνω το ψήσιμο, το τηγάνισμα, το καβούρδισμα.2. μτφ. (απλ.) εκτελώ, φτιάχνω κ.τ.τ. γρήγορα, ολοταχώς•он -ил за час восемь километров αυτός έτρεξε για μιά ώρα οχτώ χιλιόμετρα•
всю книгу она -ла за один день όλο το βιβλίο αυτή το διάβασε για μιά μέρα•
он -ил трепака αυτός χόρεψε τρεπάκι.
|| μαλώνω. || χτυπώ, δέρνω•-кнутом μαστιγώνω, χτυπώ με το βούρδουλα.
-
17 отработать
ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отработанный, βρ: -тан, -а, -о.1. εργάζομαι, δουλεύω για να ξεπλερώσω. || εργάζομαι•отработать аванс δουλεύω για την προκαταβολή•
я -ал восемь часов δούλεψα οχτώ ώρες.
2. τελειώνω τη δουλειά.3. αφήνω τη δουλειά, παύω να εργάζομαι (λόγω γερατειών)•наш дедушка -ал ο παππούς δε δουλεύει άλλο πια.
|| φθείρομαι, αχρηστεύομαι από τη δουλειά, τρώγω το ψωμί μου.4. επεξεργάζομαι, δουλεύω, τελειοποιώ. || ασκούμαι, εξασκούμαι.τελειώνω την εργασία. -
18 перенести
-несу, -несшь, παρλθ. χρ. перенс-несла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пере-нсший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перенесенный, βρ: -сн, -сена, -сеноρ.σ.μ.1. περνώ•ребёнка через ручей περνώ το παιδάκι• από το ρυάκι.
2. μεταφέρω•перенести дрова из сарая в ку-хнго μεταφέρω καυσόξυλα αποτην αποθήκη στην κουζίνα.
3. μετατοπίζω, μεταθέτω, μετακινώ, βάζω αλλού.4. κατευθύνω, καταφέρω•перенести глз.в-ный удар в центр расположения противника κατευθύνω το κύριο χτύπημα στο κέντρο της εχθρικής διάταξης.
5. αναβάλλω•перенести заседание на восемь часов вечера αναβάλλω τη συνεδρίαση για τις οχτώ το βράδυ.
|| παρασταίνω γραφικά.6. λέγω, ανακοινώνω, εκμυστερεύο-μαι φλυαρώντας.7. δοκιμάζω, υποφέρω, περνώ, τραβώ•перенести много горя περνώ μεγάλη στε-χώρια.
|| αντέχω•растение легко -ело засуху το φυτό άντεξε καλά στην ξηρασία.
8. (διαλκ.)επισωρεύω στοιβάζω•дорогу -ело (απρόσ.) ο δρόμος έκλεισε από το χιόνι.
1. διατρέχω, διασχίζω, διαβαίνω γρήγορα. || στρέφω, γυρίζω, πετώ• κατευθύνομαι (για σκέψεις, ενδιαφέρον κ.τ.τ.).2. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, με τη φαντασία αναπολώ. -
19 полтина
-
20 процент
-а α.1. τα εκατό (ποσοστό)•восемь -ов οχτώ τα εκατό.
2. τόκος•давать деньги на процент δίνω χρήματα μετόκο•
процент на процент το επιτόκιο•
годовой процент το ετήσιο επιτόκιο•
ростовщические -ы τοκογλυφικά επιτόκια•
под• большие -ы με μεγάλους τόκους.
εκφρ.на сто -ов – πλήρως, εκατό τα εκατό• σίγουρα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οχτώ — οι, τα βλ. οκτώ … Dictionary of Greek
συνοδός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… … Dictionary of Greek
σύνοδος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… … Dictionary of Greek
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek
Μουσείο Σιδηροδρόμων Καλαμάτας — Το Μουσείο Σιδηροδρόμων Καλαμάτας λειτουργεί από το 1986 στο νότιο άκρο του Δημοτικού Πάρκου του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος. Το πάρκο αυτό καλύπτει μία έκταση 54 στρεμμάτων και γειτονεύει με μία περιοχή στην οποία υπάρχουν πολλά βιομηχανικά… … Dictionary of Greek
οκτάωρο — Λέγεται και οχτάωρο. Χρονικό διάστημα 8 ωρών, συνοπτική συνήθως έκφραση της εργάσιμης ημέρας. Παλιό αίτημα της εργατικής τάξης (οχτώ ώρες εργασία, οχτώ ύπνος, οχτώ ανάπαυση), το ο. καθιερώθηκε έπειτα από μακροχρόνιους αγώνες με αποκορύφωση την… … Dictionary of Greek
οκτάγωνος — οκτάγωνος, η, ο και οχτάγωνος, η, ο 1. αυτός που έχει οχτώ γωνίες: Οκτάγωνο σχήμα. 2. ως ουσ., οκτάγωνο, το το γεωμετρικό σχήμα με οχτώ γωνίες και οχτώ πλευρές, αλλ. οκτάπλευρο και οχτάπλευρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οχτάρα — η 1. σύνολο οχτώ πραγμάτων. 2. ο αριθμός οχτώ. 3. οχτώ μέρες: Βγήκε στην αναφορά, αλλά έφαγε μια οχτάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οχταμηνίτικος — η, ο αυτός που διαρκεί οχτώ μήνες, ή γίνεται σε οχτώ μήνες ή γεννιέται σε οχτώ μήνες: Γεννήθηκε οχταμηνίτικο το μωρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… … Dictionary of Greek
οκτωκοράλλια — Κοράλλια της ομοταξίας των ανθόζωων. Ονομάζονται έτσι γιατί συγκροτούν αποικίες τις οποίες αποτελούν πολύποδες με οχτώ κεραίες, προσκολλημένες σε ασβεστολιθικό ή κεράτινο σκελετό. Ο δενδροειδής σκελετός ενός o., του κοραλλιού του ερυθρού,… … Dictionary of Greek