-
1 ουρλιάζω
αμετ.1) выть, рычать; 2) громко плакать; во пить; поднимать вой -
2 ουρλιάζω
[урльяэо] р. выть,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ουρλιάζω
-
3 ουρλιάζω
[урльязо] ρ выть. (μεταφ) орать, кричать. -
4 ουρλιάζω
xisclar -
5 ουρλιάζω
ulumak, inlemek -
6 ουρλιάζω
1) beugler2) brailler -
7 ουρλιάζω
1) bučet2) řičet -
8 ουρλιάζω
howlΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ουρλιάζω
-
9 howl
ουρλιάζω -
10 взреветь
взреветьсов βρυχώμαι, οὐρλιάζω, μουγκρίζω (о диких зверях) / τσιρίζω, οὐρλιάζω (от боли). -
11 howl
-
12 подвывать
ρ.δ.1. ουρλιάζω στον ήχο άλλων•собака -ет скрипке το σκυλί ουρλιάζει στο παίξιμο του βιολιού.
2. (λίγο) ουρλιάζω, μουγκρίζω. -
13 проскулить
ρ.σ. ουρλιάζω (για σκύλο). || ουρλιάζω (για ένα χρον. διάστημα). -
14 выть
-
15 взвизгивать
взвизгиватьнесов, взвизгнуть сов τσιρίζω, ξεφωνίζω, σκούζω/ οὐρλιάζω (о собаке). -
16 взвыть
взвытьсов ὠρύομαι, οὐρλιάζω. -
17 вой
войм τό ούρλιασμα, ἡ ὠρυγή (зверя)/ τό βουητό (ветра):поднять \вой а) οὐρλιάζω, ὠρύομαι, б) перен βάζω τίς φωνές, σηκώνω φασαρία.вой II(частица) ἐκεϊ:\вой там внизу νά ἐκεϊκάτω· \вой он νάτος. -
18 вопить
вопитьнесов разг κραυγάζω/ οὐρλιάζω, ὠρύομαι, σκούζω (от ужаса и т.п.). -
19 выть
вытьнесов1. ὠρύομαι, οὐρλιάζω, σκληρίζω; ветер во́ет ὁ ἀνεμος μουγκρίζει·2. (громко плакать) ὁδύρομαι, κλαίω δυνατά. -
20 гудеть
гудетьнесов βουίζω, βομβώ / σφυρίζω (о гудке)! οὐρλιάζω (о сирене)/ κορνάρω (тк. об автомобильном гудке).
См. также в других словарях:
ουρλιάζω — ουρλιάζω, ούρλιαξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ουρλιάζω — 1. (ιδίως για ζώα) εκβάλλω μακρόσυρτη κραυγή, σκούζω 2. μτφ. α) (για πρόσ.) κραυγάζω, φωνάζω δυνατά β) (για θάλασσα και άνεμο) κάνω πολύ θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουριάζω, κατ επίδραση τού ιταλ. urlare] … Dictionary of Greek
ουρλιάζω — ούρλιασα και ούρλιαξα 1. για σκύλο, γαβγίζω χαρακτηριστικά, σκούζω. 2. μτφ., για άνθρωπο, φωνάζω δυνατά, σκούζω, τσιρίζω, ωρύομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρυάζομαι — ουρλιάζω, σκούζω: Τη νύχτα τα τσακάλια ρυάζονταν στο λόγγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωκύω — (Α) (κυρίως για γυναίκες) 1. κλαίω δυνατά, θρηνώ («ἀμφ αύτῷ χυμένη λίγ ἐκώκυε», Ομ. Ιλ.) 2. μοιρολογώ νεκρό με δυνατές φωνές («ἀλλ εἶμι κἀν θανοῡσι κωκύσουσ ἐμὴν Ἀγαμέμνονός τε μοῑραν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κυ κύ ω, με ανομοίωση το ρ.… … Dictionary of Greek
ολολύζω — (ΑΜ ὀλολύζω και ολολύττω) βγάζω θρηνητικές κραυγές, θρηνώ γοερά, οδύρομαι, ολοφύρομαι, σκούζω αρχ. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά, ιδίως για επίκληση γυναικών προς τους θεούς ή ως εκδήλωση χαράς («ὡς εἰποῡσ ὀλόλυξε θεὰ δὲ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς», Ομ. Οδ.).… … Dictionary of Greek
υλώ — άω, Α 1. (μόνο στον ενεστ. και στον πρτ.) υλακτώ, γαυγίζω 2. (για άνθρωπο) φωνάζω δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί με ονοματοποιία, πιθ. από ΙΕ ρίζα *ul «κλαίω, ουρλιάζω» και κατάλ. άω (πρβλ. βοάω, γοάω). Ανάλογα παραδείγματα… … Dictionary of Greek
ωρύομαι — ὠρύομαι, ΝΑ 1. (για άγριο ζώο, ιδίως για λύκο ή σκύλο) βγάζω άγρια φωνή, ουρλιάζω 2. μτφ. (για πρόσ.) κραυγάζω σαν άγριο θηρίο (α. «από το πρωί ωρύεται έξαλλος σε όλους» β. «ὥσπερ ἀπόπληκτοι... ὠρύονται», Πλάτ.) αρχ. 1. (για λιοντάρι) βρυχώμαι 2 … Dictionary of Greek
αλυχτουρώ — ( άω και έω) 1. γαβγίζω, ουρλιάζω 2. γκρινιάζω, παραπονιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα σχηματίστηκε υποχωρητικά από το μσν. ἀλυχτουρυόμαι < ἀλυχτῶ + οὐρυόμαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυχτούρισμα] … Dictionary of Greek
βαΰζω — και βαγύζω (AM βαΰζω, Μ και βαγύζω, Α και βαΰσδω) 1. (για σκύλο) γαυγίζω 2. (για άνθρωπο) βρίζω, ουρλιάζω νεοελλ. κλαίω σαν μικρό παιδί αρχ. 1. θρηνώ με κραυγές κάποιον, σκούζω 2. απειλώ κεκαλυμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ρηματικός σχηματισμός που … Dictionary of Greek
βοή — και βουή, η (AM βοή, Α και βοά, δωρ. τ.) 1. δυνατή φωνή, δυνατός ήχος 2. κραυγή, ιδίως θρηνητική 3. συγκεχυμένος θόρυβος 4. υπόκωφος, βαρύς ήχος 5. ο ήχος των κυμάτων νεοελλ. 1. βόμβος, βούισμα 2. δυσφήμηση 3. (σε κατάρα) ξαφνικό κακό αρχ. 1.… … Dictionary of Greek