Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

οροθετική

  • 1 οροθετικός

    η, ό[ν] демаркационный; межевой;

    οροθετική στήλη — межевой столб;

    οροθετική επιτροπή — комиссия по демаркации границ;

    οροθετική γραμμή — а) водораздел; — б) демаркационная линия

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > οροθετικός

  • 2 γραμμή

    η 1.
    1) прям., перен. линия;

    ευθεία (καμπύλη) γραμμή — прямая (кривая) линия;

    οροθετική γραμμή — демаркационная линия, граница;

    γραμμή του ορίζοντος — линия горизонта;

    αμυντική (σκοπευτική) γραμμή — линия обороны (прицела);

    γραμμή του πυρός — линия огня;

    λευκή γραμμή анат. — белая линия;

    χαράσσω γραμμές — линовать;

    2) черта, штрих;
    πλ. контур, очертание;

    τραβώ μιά γραμμή — провести черту;

    3) строка;
    4) ряд, строй, шеренга;

    βάζω στη γραμμή — выстраивать в одну линию, ставить в ряд;

    μπαίνω στη γραμμή — вставить в строй, строиться;

    πυκνώνω τίς γραμμές — воен, а) сомкнуть ряды; — б) вступать в ряды;

    5) линия, путь;

    γραμμή σιδηροδρομική (τροχιοδρομική) — железнодорожная (трамвайная) линия;

    γραμμ ατμοπλοϊκή — пароходное сообщение;

    αεροπορική γραμμή — авиалиния;

    γραμμή διανομής ηλεκτρ;

    κου ρεύματος линия электропередачи;

    εγκαθιστώ τηλεγραφική γραμμή — проводить телеграфную линию;

    δεν μού έδωσαν γραμμή στο τηλέφωνο — меня не соединили по телефону;

    6) перен. линия, направление; курс;

    γενική γραμμή τού κόμματος — генерёльная линия партии;

    7) качество, достоинство, ценность;

    κρασί πρώτης γραμμης — вино высшего качества;

    § πλοία της γραμμής — с) линейные корабли; — б) рейсовые суда;

    σώμα με ωραίες γραμμές — стройная фигура;

    σε γενικές γραμμές — или εν γενικαίς γραμμαίς — сжато, в общих чертах;

    αναγινώσκω μεταξύ των γραμμών — или διαβάζω ανάμεσα στίς γραμμές — читать между строк;

    συσφίγγω ( — или συσπειρώνω) τίς γραμμές — сплачивать ряды;

    2. επίρρ.
    1) прямо;

    πάω ( — или τραβάω) γραμμή στο σπίτι — идти прямо домой;

    2) подряд; по порядку;

    τα παίρνω όλα ( — или τούς παίρνω όλους) γραμμ — брать всё подряд, без раэбора

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γραμμή

См. также в других словарях:

  • διελκυστίνδα — η (Α επίρρ. διελκυστίνδα) παιχνίδι κατά το οποίο δύο ομάδες κρατούν τα άκρα ενός σχοινιού και προσπαθούν να παρασύρουν η μια την άλλη πέρα από την οροθετική γραμμή νεοελλ. φρ. «πολιτική διελκυστίνδα» η προσπάθεια πολιτικών ομάδων να… …   Dictionary of Greek

  • λίμιτον — λίμιτον, τὸ (Μ) (στη Ρώμη) η οροθετική γραμμή τής αυτοκρατορίας η οποία προστατευόταν και φρουρούνταν από τους λιμιταναίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. limes, itis «σύνορο»] …   Dictionary of Greek

  • οροθετικός — ή, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οροθεσία 2. αυτός που καθορίζει τα σύνορα χώρας ή περιοχής («οροθετική γραμμή» γραμμή η οποία καθορίζει τα όρια δύο γειτονικών χωρών ή περιοχών). [ΕΤΥΜΟΛ. < οροθεσία. Η λ. μαρτυρείται από το 1833… …   Dictionary of Greek

  • Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Γράμμος — Oροσειρά του δυτικού κλάδου της βόρειας Πίνδου. Βρίσκεται στα βόρεια της οροσειράς του Λεσκοβικιού και η υψηλότερη κορυφή της είναι στα 2.520 μ. Από την οροσειρά αυτή περνά η οροθετική γραμμή Ελλάδας Αλβανίας. Η περιοχή της οροσειράς υπήρξε πεδίο …   Dictionary of Greek

  • Έβρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του βασιλιά της Θράκης Κάσσανδρου. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Έ. συκοφαντήθηκε από τη μητριά του στον πατέρα του ότι επιχείρησε να τη βιάσει και αναγκάστηκε, για να αποφύγει την τιμωρία, να πέσει στα νερά του ποταμού… …   Dictionary of Greek

  • Λάτρης, Ικέσιος — (1799 – 1881). Αγωνιστής του 1821 και δημοσιογράφος. Αναφέρεται ότι γεννήθηκε στη Σμύρνη, αλλά η καταγωγή του ήταν κρητική. Υπήρξε μαθητής του Κ. Κούμα και του Οικονόμου. Όταν πληροφορήθηκε την έναρξη της Επανάστασης, επέστρεψε στην Ελλάδα και… …   Dictionary of Greek

  • οροθετικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην οροθεσία. 2. αυτός που καθορίζει τα σύνορα χώρας ή περιοχής: Οροθετική γραμμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»