-
1 ορθάνοιχτα
[ортанихта] επίρ. настежь.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ορθάνοιχτα
-
2 ορθάνοιχτα
[ортанихта] επίρ настежь. -
3 настежь
-
4 настежь
επίρ.ορθάνοιχτα, διάπλατα, τελείως ανοιχτά•отворить дверь настежь ανοίγω την πόρτα διάπλατα•
двери и окна настежь πόρτες και παράθυρα ορθάνοιχτα.
-
5 настежь
настежьнареч ὁρθάνοιχτα, τέντα:двери открыты \настежь οἱ πόρτες εἶναι ὁρθάνοιχτες. -
6 широко
широконареч πλατειά, φαρδειά, εὐρέως, σαφώς, διαρρήδην:смотреть \широко раскрытыми глазами κοιτάζω μέ ὁρθάνοιχτα μάτια· \широко улыбаться χαμογελώ πλατειά· ◊ \широко смотреть на вещи ἐξετάζω τά πράγματα πλατειά· \широко жить κάνω πολυέξοδη ζωή. -
7 wide apart
(a great (or greater than average) distance away from one another: He held his hands wide apart.) σε απόσταση, αραιά, ορθάνοιχτα -
8 настеж
[νάσηζ] εκίρ. ορθάνοιχτα -
9 настеж
[νάσηζ] επίρ ορθάνοιχτα
См. также в других словарях:
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αμφιχάσκω — ἀμφιχάσκω (Α) χάσκω, ανοίγω το στόμα μου ορθάνοιχτα, για να αρπάξω ή να καταπιώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χάσκω] … Dictionary of Greek
διάπλατος — η, ο 1. ορθάνοιχτος 2. ξεδιπλωμένος τελείως επίρρ. διάπλατα α) ορθάνοιχτα β) πάνω στους δύο ώμους … Dictionary of Greek
ορθάνοιχτος — η, ο ο τελείως ανοιχτός, ο διάπλατα ανοιχτός. επίρρ... ορθάνοιχτα τελείως ανοιχτά, διάπλατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκόν Λεξικόν τού KarlWeigel] … Dictionary of Greek
τέντα — (I) οι, Ν εθνολ. λαός της ανατολικής και κεντρικής Σαχάρας. (II) η, ΝΜ, και τένδα Μ 1. σκηνή για προσωρινή διαμονή στο ύπαιθρο 2. (ειδικά) η στρατιωτική σκηνή, αντίσκηνο νεοελλ. 1. προπέτασμα από χοντρό ύφασμα που χρησιμοποιείται για την… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Σουτίν, Χάιμ — (Soutine). Ζωγράφος ρωσικής καταγωγής (Σμίλοβιτς, Μινσκ 1894 Παρίσι 1943). Μεταξύ των Ευρωπαίων εξπρεσιονιστών, διακρίνεται για το σφρίγος της φαντασίας με το οποίο μεταμορφώνει ποιητικά ακόμα και τα πιο πεζά θέματα της πραγματικότητας (ας… … Dictionary of Greek