-
1 οργανωτής
[органотис] ουσ. а. организатор.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οργανωτής
-
2 организатор
-а α.οργανωτής•организатор научной экспедиции οργανωτής επιστημονικής αποστολής•
талантливый организатор οργανωτής με ταλέντο.
-
3 устроитель
-я α.-ница, -ы θ.οργανωτής, -ώτρια, δημιουργός•устроитель вечера οργανωτής χοροεσπερίδας•
устроитель концерта οργανωτής συναυλίας.
-
4 организатор
-
5 массовик
-а α.μαζικός προπαγανδιστής ή οργανωτής. || οργανωτής μαζικών παιγνιδιών ή διασκεδάσεων. -
6 организатор
организаторм ὁ ὁργανωτής, ὁ διοργανωτής. -
7 погромщик
погром||щи́км ὁ ὁργανωτής τοῦ πογκρόμ, ὁ σφαγιαστής. -
8 устроитель
устроительм ὁ ὁργανωτής. -
9 ораганиэатор
[αργκανιζάταρ] ουσ. α. οργανωτής -
10 устроитель
[ουστραίτιλ'] ουσ. α οργανωτής -
11 ораганиэатор
[αργκανιζάταρ] ουσ α οργανωτής -
12 устроитель
[ουστραίτιλ'] ουσ α οργανωτής -
13 заводчик
-
14 погромщик
-а α.διώκτης, σφαγιαστής• μέτοχος η οργανωτής πογκρόμ. -
15 хороший
επ., βρ: -ρόπΐ-έ, -ό.1. καλός•-человек καλός άνθρωπος•
-ая лошадь καλό άλογο•
хороший почерк καλός γραφικός χαρακτήρας•
-аппетит καλή όρεξη•
хороший совет καλή συμβουλή•
хороший конец καλό τέλος•
-ая мысль καλή σκέψη•
-пример καλό παράδειγμα•
-ее настроение καλή διάθεση•
-ая погода καλός καιρός.
|| πεπειραμένος, επιδέξιος• αριστοτέχνης•хороший организатор καλός οργανωτής•
хороший музыкант καλός μουσικός.
-ее ουσ. ουδ. το καλό.2. αρκετά μεγάλος σημαντικός• αρκετός•-ие деньги καλά χρήματα•
хороший рост καλό ανάστημα.
|| γερός, δυνατός•получить хороший насморк παίρνω γερό συνάχι.
3. όμορφος, ωραίος, θελκτικός, γοητευτικός.4. προσφιλής, αγαπητός.εκφρ.по -му – α) καλά, όπως πρέπει, β) με το καλό, ήρεμα, ήσυχα.
См. также в других словарях:
οργανωτής — ο, θηλ. οργανώτρια 1. αυτός που οργανώνει, αυτός που πραγματοποιεί την οργάνωση, διοργανωτής 2. βιολ. α) το μεσενδοδερμικό τμήμα τού ραχιαίου χείλους τού βλαστοπόρου κατά το στάδιο τού γαστριδίου στο έμβρυο τού βατράχου, αλλ. πρωταρχικός… … Dictionary of Greek
οργανωτής — ο θηλ. ώτρια αυτός που οργανώνει, αλλ. διοργανωτής: Οργανωτής της εκδρομής, της επιχείρησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… … Dictionary of Greek
βλαστός — I Επώνυμο λογίων, από διάφορες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, κυρίως κρητικής καταγωγής. 1. Αλέξανδρος (1816 – 1844). Γιατρός από τη Χίο. Το 1822 κατέφυγε στην Τεργέστη για να αποφύγει τους διωγμούς των Τούρκων. Ο ίδιος σπούδασε ιατρική στη… … Dictionary of Greek
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek
θεοδώρητος — I (4ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, από την Αντιόχεια. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Ιουλιανού (360 363). Η μνήμη του τιμάται στις 3 Μαρτίου. II (Στεμνίτσα, Γορτυνία 1787 – Αθήνα 1843). Επίσκοπος Βρεσθένης, αγωνιστής του 1821. Μετά… … Dictionary of Greek
κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek
κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek