Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

οπτική

См. также в других словарях:

  • οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… …   Dictionary of Greek

  • οπτική — η (ουσ. του επιθ. οπτικός), κλάδος της φυσικής που ασχολείται με τα φαινόμενα του φωτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀπτικῇ — ὀπτικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτική — ὀπτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπτική απάτη — Βλ. λ. οφθαλμαπάτη …   Dictionary of Greek

  • γεωμετρική οπτική — Κλάδος της οπτικής που στηρίζεται στην αρχή της ευθύγραμμης διάδοσης του φωτός και στους νόμους της ανάκλασης και της διάθλασης των φωτεινών ακτίνων, χωρίς να αναφέρεται σε υποθέσεις σχετικά με τη φύση του φωτός. Η γ.ο. χρησιμοποιεί γραφικές… …   Dictionary of Greek

  • ίνα, οπτική — Λεπτός εύκαμπτος σωλήνας από διαφανές υλικό (π.χ. άμορφο χαλαζία), με τον οποίο είναι δυνατόν να μεταδώσουμε, με πολύ μικρή απόσβεση και σε συνήθως περίπλοκες διαδρομές, πληροφορίες σε αποστάσεις πολλών χιλιομέτρων. Η ο.ί. έχει την εξής δομή:… …   Dictionary of Greek

  • στερεοσκόπιο — Οπτική συσκευή ικανή να δώσει στον παρατηρητή την εντύπωση του ανάγλυφου, καθώς κοιτά δύο επίπεδες εικόνες, αντίστοιχες με τις εικόνες του αντικείμενου, οι οποίες σχηματίζονται στα δύο μάτια (το ζεύγος αυτών των εικόνων καλείται στερεοσκοπικό).… …   Dictionary of Greek

  • αμνιοσκόπηση — Οπτική διερεύνηση της αμνιακής κοιλότητας (κοιλότητα μέσα στην οποία βρίσκεται το έμβρυο), με τη βοήθεια μιας συσκευής που λέγεται αμνιοσκόπιο. Η εξέταση πραγματοποιείται με την εισαγωγή της συσκευής στον τραχηλικό αγωγό. Αν κριθεί απαραίτητο,… …   Dictionary of Greek

  • ζωοτρόπιο — Οπτική συσκευή του Γουίλιαμ Τζορτζ Χόρνερ. Η συσκευή δίνει με διαδοχικές εικόνες την ψευδαίσθηση της κίνησης. Ονομάζεται και ντεντάλεουμ (daedaleum) …   Dictionary of Greek

  • κολονοσκόπηση — Οπτική εξέταση του εσωτερικού του κόλου, με τη χρήση ενός μακρού, εύκαμπτου οργάνου παρατήρησης, που ονομάζεται κολονοσκόπιο και βασίζεται στη χρήση των οπτικών ινών. Η εξέταση αυτή, η οποία γίνεται σε νοσοκομεία και διαρκεί περίπου μία ώρα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»