-
1 оппортунизм
-
2 оппортунизм
-а α.οπορτουνισμός, καιροσκοπισμός. -
3 соглашательство
-а ουδ.συμφιλιωτισμός, οπορτουνισμός.
См. также в других словарях:
οπορτουνισμός — (opportunisme). Με τον όρο αυτό, που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην πολιτική, χαρακτηρίζεται ο καιροσκοπισμός αλλά και ο συμβιβασμός. Ιδιαίτερα χρησιμοποιείται από τα κομουνιστικά και εργατικά κόμματα και δηλώνει την πολιτική εκείνη τάση, που… … Dictionary of Greek
οπορτουνισμός — ο ο καιροσκοπισμός, ο πολιτικός ιδίως τυχοδιωκτισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)