Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

οπορτουνισμός

См. также в других словарях:

  • οπορτουνισμός — (opportunisme). Με τον όρο αυτό, που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην πολιτική, χαρακτηρίζεται ο καιροσκοπισμός αλλά και ο συμβιβασμός. Ιδιαίτερα χρησιμοποιείται από τα κομουνιστικά και εργατικά κόμματα και δηλώνει την πολιτική εκείνη τάση, που… …   Dictionary of Greek

  • οπορτουνισμός — ο ο καιροσκοπισμός, ο πολιτικός ιδίως τυχοδιωκτισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»