-
1 оператор
-
2 кинооператор
ο λήπτης της κινηματογραφικής ταινίαςο κάμεραμαν (ξεν.), ο οπερατέρ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кинооператор
-
3 оператор
1. мат. о τελεστής 2. (в А Л ГОЛ е) η κατάσταση 3. (специалист, управляющий и отвечающий за выполнение определённого производственного процесса) о χειριστής 4. кфт. о εικονολήπτης, ο οπερατέρ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оператор
-
4 кино
кино с 1) η κινηματογραφία 2) (помещение) о κινηματογρά φος, το σινεμά 3) (картина) η κινηματογραφική ταινία, το φιλμ \кино актёр м, \кино актриса ж ο, η ηθοποιός κινηματογράφου \кино аппарат м η κινηματογραφι κή μηχανή \киножурнал м τα επίκαιρα \кино звезда ж το σταρ, ο αστέρας κινηματογράφου \кино камера ж η κινηματογρα φική μηχανή \кино комедия ж η κινηματογραφική κωμωδία \кино оператор м о οπερατέρ \кино плёнка ж το κινηματογραφι κό φιλμ, η ταινία \кино режиссёр м о σκηνοθέτης κινηματογρά φου \кино студия ж το στούντιο, το κινηματογραφικό εργαστή ριο -сценарий м το σενάριο \кино съёмка ж το γύρισμα ται νίας, η κινηματογράφηση \кино театр м см. кино 2 \кинофестиваль м το κινηματογραφικό φεστιβάλ \кино фильм см. кино 3 \кинохроника ж τα επίκαιρα* * *с1) η κινηματογραφία2) ( помещение) ο κινηματογράφος, το σινεμά3) ( картина) η κινηματογραφική ταινία, το φιλμ -
5 кинооператор
мο οπερατέρ -
6 звукооператор
звукооператорм ὁ ὀπερατέρ φωνολη-ψίας. -
7 кинооператор
кино||операторм ὁ ὀπερατέρ κινηματογράφου. -
8 оператор
операторм1. (рабочий) ὁ χειριστής·2. (в кино) ὁ ὀπερατέρ. -
9 звукооператор
[ζβουκααπιράταρ] ουσ. α. οπερατέρ -
10 оператор
[απιράταρ] οοσ. α οπερατέρ -
11 звукооператор
[ζβουκααπιράταρ] ουσ α οπερατέρ -
12 оператор
[απιράταρ] ουσ α οπερατέρ -
13 звукооператор
-а α.μηχανικός φωνοληψίας, οπερατέρ. -
14 кинооператор
-а α.οπερατέρ κινηματογράφου, χειριστής κινηματογράφισης. -
15 оператор
-а α.1. παλ. ο χειρουργός.2. χειριστής.3. οπερατέρ. βλ. звукооператор. -
16 операторский
επ.του οπερατέρ.
См. также в других словарях:
οπερατέρ — ο, η τεχνικός τού κινηματογράφου και τής τηλεόρασης που είναι υπεύθυνος για τη λήψη τών εικόνων μιας ταινίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. operateur < γαλλ. operer < λατ. operor «εργάζομαι, ποιώ»] … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… … Dictionary of Greek
ντοκιμαντέρ — Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την κινηματογραφική κριτική ως επίθετο. Τον δημιούργησε ο Τζον Γκρίρσον, ο οποίος, το 1926, στην κριτική του για την ταινία Μοάνα του Ρόμπερτ Φλάερτι, που δημοσίευσε στην εφημερίδα Sun της Νέας Υόρκης,… … Dictionary of Greek
σκηνοθεσία — Το σύνολο διάφορων δραστηριοτήτων, καλλιτεχνικών και τεχνικών, που τείνουν στην πραγμάτωση της δραματικής ατμόσφαιρας ενός θεατρικού κειμένου. Στην κλασική αρχαιότητα και στο μεσαιωνικό θέατρο καθήκοντα σκηνοθέτη ασκούσαν οι συγγραφείς. Από το… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Γαζιάδης, Δημήτριος — (Αθήνα 1899 – 1959). Σκηνοθέτης, οπερατέρ και παραγωγός του ελληνικού κινηματογράφου. Σπούδασε στη Φωτογραφική Ακαδημία του Μονάχου. Μαζί με τον αδελφό του Μιχαήλ, επίσης κινηματογραφιστή, υπήρξαν από τους πρωτοπόρους του ελληνικού κινηματογράφου … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… … Dictionary of Greek
επίκαιρα, κινηματογραφικά — Ταινίες μικρού μήκους που γυρίζονταν στο παρελθόν για να παρουσιάζουν περιοδικά ένα ή περισσότερα τρέχοντα γεγονότα και χρονικά (πολιτικά, αθλητικά, επιστημονικά, θρησκευτικά, κοσμικά κλπ.). Οι προβολές ταινιών επικαιρότητας άρχισαν ουσιαστικά με … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek
Αϊζενστάιν, Σεργκέι Μιχαΐλοβιτς — (Sergei Mikhailovich Eisenstein, Ρίγα 1898 – Μόσχα 1948). Ρώσος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ενώ σπούδαζε μηχανικός στην Πετρούπολη, κατατάχθηκε το 1918 εθελοντής στον Ερυθρό Στρατό, μάλλον για να ακολουθήσει το παράδειγμα των συναδέλφων του… … Dictionary of Greek