-
1 обостриться
-
2 прогрессировать
прогрессировать 1) προοδεύω, προκόβω 2) (о болезни) προχωρώ, οξύνομαι* * *1) προοδεύω, προκόβω2) ( о болезни) προχωρώ, οξύνομαι -
3 обострить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обостренный, βρ: -рен, -рена, -реюρ.σ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) οξύνω, εντείνω•зрение οξύνω την όραση.
|| επιδεινώνω, χειροτερεύω, εκτραχύνω•обострить противоречия οξύνω τις αντιθέσεις•
обострить разногласия οξύνω τις διαφωνίες•
обострить отношения εκτραχύνω τις σχέσεις.
1. οξύνομαι, γίνομαι αιχμηρός.2. οξύνομαι, γίνομαι πιο ισχυρός, πιο έντονος•зр-ние -лось η όραση οξύνθηκε.
|| επιδεινώνομαι, χειροτερεύω εκτραχύνομαι•положение -лось до крайности η κατάσταση επιδεινώθηκε στο έπακρο•
болезнь -лась η αρρώστεια χειροτέρεψε•
отношения -лись οι σχέσεις οξύνθηκαν.
-
4 обострить
обострить, обострять οξύνω· χειροτερεύω (ухудшать) \обостриться οξύνομαι* * *= обострятьοξύνω; χειροτερεύω ( ухудшать) -
5 заостриться
заострить||сяγίνομαι μυτερός, ὀξύνομαι. -
6 изощриться
изощрить||ся1. (об уме. ψ αηβαχ и т. п.) ὁξύνομαι, ἐξασκούμαι·1. (в чем-л.) κάνω ὀτι περνάει ἀπό τό ϊίρι μου. -
7 обостриться
обострить||ся1. (о чертах лица) γίνομαι σουβλερός·2. перен ὁξύνομαι, ἐπιδεινώνομαι, χειροτερεύω, ἐντείνομαι. -
8 прогрессировать
прогресс||ироватьнесов1. (усиливаться, увеличиваться) ἐπιτείνομαι, δυναμώνω, ὁξύνομαι·2. (двигаться вперед) προοδεύω, προχωρώ. -
9 усиливаться
усил||иватьсяδυναμώνω (άμετ.), ἐντείνομαι, ἐνισχ-ύομαι/όξύνομαι (о противоречиях и т. п.). -
10 заострить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заостренный, βρ: -рен, -рена, -рено ρ.σ.μ.1. οξύνω, κάνω τι, αι,χμηρό, μυτερό ή κοφτερό•заострить колья φτιάχνω μυτερούς τους πασσάλους•
заострить карандаш κάνω μύτη στο μολύβι.
2. μτφ. τονίζω, υπογραμμίζω•заострить внимание на чем-л. εφιστώ την προσοχή σε κάτι.
|| μτφ. κάνω να πάρει, τι, μεγάλες διαστάσεις•заострить вопрос οξύνω το ζήτημα•
заострить мысль οξύνω τη σκέψη (ή το νου).
οξύνομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
11 застрагивать
-
12 изощрить
изощрить 1-ρί)-ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изощренный, βρ: -рен, -рена, -реноρ.σ.μ. εκλεπτύνω, οξύνω, αναπτύσσω, καλλιεργώ•память καλλιεργώ τη μνήμη•
изощрить слух οξύνω την ακοή•
изощрить ум εκλεπτύνω το πνεύμα•
изощрить внимание αναπτύσσω (εντείνω) την προσοχή.
1. εκλεπτύνομαι, οξύνομαι, αναπτύσσομαι, καλλιεργούμαι.2. επιτηδεύομαι, επιδίδομαι μηχανεύομαι, σοφίζομαι.изощрить 2ρ.δ.βλ. изощрить.1. βλ. изощриться.2. καταβάλλω όλη τη μαστοριά,τις ικανότητες, τη δεξιοτεχνία. -
13 нагнетать
-
14 углубить
-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. углубленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. βαθύνω, -αίνω, εμβαθύνω•углубить вспашку βαθαίνω το όργωμα•
углубить канаву βαθαίνω το χαντάκι.
2. μτφ. εισχωρώ βαθιά στο νόημα..3. χώνω, μπήγω βαθιά• βυθίζω•углубить сваю μπήγω βαθιά τον πάσσαλο.
1. βαθύνω, -ομαι, εμβα-θύνομαι.2. μτφ. οξύνομαι•кризис -лся η κρίση βάθυνε πιο πολύ.
3. βυθίζομαι, ποντίζομαι• βουτώ. || μτφ. αφοσιώνομαι πλήρως, προσηλώνομαι, απορροφούμαι•углубить в воспоминания βυθίζομαι στις αναμνήσεις•
углубить в себя αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου).
См. также в других словарях:
οξύνομαι — οξύνομαι, οξύνθηκα, οξυμένος βλ. πίν. 49 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξαγριαίνω — ἐξαγριαίνω (AM) [αγριαίνω] 1. εξαγριώνω, εξοργίζω 2. αγριεύω, οξύνομαι … Dictionary of Greek
εξοξύνομαι — ἐξοξύνομαι (Α) [οξύνομαι] (για κρασί) ξινίζω … Dictionary of Greek
προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά … Dictionary of Greek
συγκαταθήγομαι — Α οξύνομαι ταυτοχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταθήγω «ακονίζω, τροχίζω»] … Dictionary of Greek
συμπαροξύνω — Α [παροξύνω] 1. προτρέπω, παρακινώ επίσης 2. οξύνω, ερεθίζω επίσης 3. παθ. συμπαροξύνομαι οξύνομαι, ερεθίζομαι, συγχρόνως με κάτι άλλο («λυγμὸν συμπαροξυνομένον τοῑς πυρετοῑς», Γαλ.) … Dictionary of Greek
ՍՐԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0757 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 10c, 12c չ. ὁξύνομαι acuor, acuminor. Սո՛ւր լինել. որպէս սրիլ. հատու գտանիլ. ... *(Յեսանն՝) որ սուսերաց ըզսուրըն տայ, եւ ինքըն գուլ՝ ո՛չ սրանայ. Յիսուս որդի.: Կամ Սրածայր եւ իբր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)