-
1 ομογενής
[омогэнис] εκ. / ουσ. однородный, сходный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ομογενής
-
2 однородный
ομογενής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > однородный
-
3 однородный
-
4 катализ
хим. η κατάλυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > катализ
-
5 уравнение
1. мат. η εξίσωσηбиквадратное - τεταρτοβάθμια -, διτετρά-γωνη -квадратное - см. - второй степени кинетическое - κινητική -линейное - γραμμική -, πρωτοβάθμια -скоростное - см. кинетическое -2. (действие) η εξομάλυνση, η ισοπέδωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уравнение
-
6 единокровный
единокровныйприл ὀμοπάιριος / ὁμογενής, συγγενικός (единоплеменный). -
7 одноплеменный
одноплеменныйприл ὁμόφυλος, ὁμογενής. -
8 гомогенный
επ. (γραπ. λόγος) ομογενής. -
9 конгениальный
επ.ομογενής, όμοιος (κατά τα χαρακτηριστικά). -
10 одноплеменник
-а α.ομογενής, ομόφυλος. -
11 одноплеменный
επ.ομογενής, ομόφυλος. -
12 однородный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. ομογενής, ομοειδής.2. ομοιογενής.εκφρ.- ые члены предложения – ομογενή μέλη της πρότασης. -
13 сородич
-а α.βλ. родственник. || ομογενής. || ομόφυλος• ομοεθνής. -
14 сплошняк
-а α.συμπαγής-ομογενής μάζα.
См. также в других словарях:
ὁμογενής — of the same race masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομογενής — ές (ΑΜ ὁμογενής, ές) 1. αυτός που προέρχεται από το ίδιο γένος, την ίδια φυλή ή την ίδια οικογένεια, αυτός που έχει κοινή καταγωγή με άλλον, ομοεθνής 2. αυτός που έχει τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά με άλλον νεοελλ. 1. ομοιογενής, ομοιόμορφος 2.… … Dictionary of Greek
ομογενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που έχει κοινό γένος, ίδια καταγωγή με άλλον. 2. ως ουσ., ομογενής αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος με άλλους: Οι ομογενείς της Αυστραλίας, αλλ. ομοεθνής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁμογενῆ — ὁμογενής of the same race neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὁμογενής of the same race masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὁμογενής of the same race masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμογενεῖ — ὁμογενής of the same race masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὁμογενής of the same race masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμογενεῖς — ὁμογενής of the same race masc/fem acc pl ὁμογενής of the same race masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμογενέα — ὁμογενής of the same race neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ὁμογενής of the same race masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμογενές — ὁμογενής of the same race masc/fem voc sg ὁμογενής of the same race neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμογενοῦς — ὁμογενής of the same race masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμογενέας — ὁμογενής of the same race masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμογενέες — ὁμογενής of the same race masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)