-
101 ὠρύομαι
-
102 ύομαι
-
103 ὕομαι
-
104 αίνοι
αίνοι οι1) хвалите или хвалитны – стихиры, поющиеся преимущественно на утрене. Названы так потому, что припеваются к ним стихи из псалма 150, начинающиеся словами: «хвалите», например, «хвалите Бога во святых Его»: «αινείτε τον Κύριον εκ των ουρανών, αινείτε αυτόν εν τοις υψίστοις» (Ψαλμ. 148, 1) «хвалите Господа с небес, хвалите его в вышних» (Пс. 148, 1);2) псалмы 148, 149, 150Этим.< дргр. αίνος «слово, рассказ» < αίν-ομαι «подтверждать, принимать». Значение «хвалебная речь» слово получило от значения «рассказ» -
105 δαίμονας
δαίμονας οдьявол, черт, бес, сатанаЭтим.< дргр. δαίμων < δαί-ομαι «разделять, отделять» < инд. da(i) «разделять», сравните с санскр. dati «резать, разделять» -
106 Επιφάνια
Επιφάνια ταБогоявление –1) праздник, установленный церковью 6/19 января в воспоминание Крещения Господа Иисуса Христа, когда Бог явился в трех лицах: Бог Отец открылся гласом, Бог Сын крестился в Иордане, и Бог Дух Святый сошел в виде голубя, см. Θεοφάνεια ;2) явление Бога людямЭтим.< дргр. επιφαίνω / -ομαι «появляться, показываться» -
107 Θεοφάνης
Θεοφάνης οФеофан –1) имя некоторых святых Православной Церкви;2) мужское имяЭтим.«богоявление» <θεο- + -φάνης < φαίνω / -ομαι «Бог + появляться, показываться». Имя получило широкое распространение после установления праздника Богоявления (4 век от Р.Х.) -
108 μύρομαι
-
109 βλάβομαι
A = βλάπτομαι, only [ per.] 3sg.,βλάβεται δέ τε γούνατ' ἰόντι Il.19.166
; stumble, hesitate, of a speaker, ib.82; of a bowstring, Anacreont.31.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλάβομαι
-
110 βοστρυχοειδής
βοστρῠχο-ειδής, ές,A curly, Adv.- δῶς Gal.2.900
:—the Adj. may perh. be read in Hsch. for [full] βοστρυχιδῆ and [full] βοστρυχῆνδες. -ομαι, to be curled, Ach. Tat.1.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοστρυχοειδής
-
111 βουβωνόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουβωνόομαι
-
112 γείνομαι
I as [voice] Pass., only [tense] pres. and [tense] impf., to be born, cf. γίγνομαι (which is a constant v.l. in Hom.), γεινομένῳ at one's birth, Il.20.128, 24.210, Od.4.208, cf. Hes.Th.82, Alc.Supp.14: [tense] impf.γεινόμεθ' Il.22.477
, Hes.Sc.88.II as [voice] Med., [tense] aor. 1 ἐγεινάμην ([dialect] Aeol. [ per.] 3sg.γέννατ' Alc.Supp.8.13
), in causal sense, beget,ἐγείναο παῖδ' ἀΐδηλον Il.5.880
, cf. S.Aj. 1172, etc.; more freq. of the mother, bring forth,θεὰ δέ σε γείνατο μήτηρ Il.1.280
, cf. 6.26, Od.6.25, etc.; οἱ γεινάμενοι the parents, Hdt.1.120, X.Ap.20; ὁ γεινάμενος the father, Ph.2.171; ἡ γειναμένη the mother, Hdt.4.10, 6.52, E.Tr. 825 (lyr.); αἱ γ. women in childbed, Arist.HA 582b15; μήτηρ ἥ μ' ἐγείνατο she who bare me, A.Eu. 736, cf. Fr. 175, Supp. 581 (lyr.), S. OT 1020;πατρὶς ἥ μ' ἐγείνατο E.Ph. 996
.2 of Zeus, bring into life,οὐκ ἐλεαίρεις ἄνδρας, ἐπὴν δὴ γείνεαι αὐτός Od.20.202
.3 metaph.,ἐγείνατο μόρον αὑτῷ A. Th. 751
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γείνομαι
-
113 γιγγλυμόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γιγγλυμόομαι
-
114 γλοιόομαι
A become sticky, Dsc.5.79.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλοιόομαι
-
115 γωνιόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γωνιόομαι
-
116 δελτόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δελτόομαι
-
117 διαμάχομαι
A v.l. for -μαχεσώμεθα [tense] aor. subj.) Hdt.9.48:—fight, contend, ;εἷς πρὸς ἕνα Pl.Lg. 833e
; opp. λανθάνειν, Id.R. 345a; πρός τι v.l. in D.17.18;περὶ τῆς χώρης τοῖς ἐπιοῦσιν Hdt.4.11
;περὶ τοῦ πρότερος εἰπεῖν Ar.Eq. 339
, cf. Pl.Men. 86c;περὶ τούτου ὡς οὐκ.. Lys.4.1
;ὑπέρ τινος Pl.Smp. 207b
; δ. μὴ μεταγνῶναι ὑμᾶς I resist to the uttermost your change of opinion, Th.3.40;δ. τὸ μὴ θανεῖν E.Alc. 694
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμάχομαι
-
118 διπλασιόομαι
A to be doubled, Th.1.69, PLeid.X.87.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διπλασιόομαι
-
119 δισκόομαι
A to be made in the form of a disk, Lyd.Ost.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δισκόομαι
-
120 δοχμόομαι
A turn sideways, δοχμωθείς, of a boar turning himself to whet his tusks or rip up his enemy, Hes. Sc. 389; of Hermes turning himself to dart through the keyhole, h.Merc. 146.—Later in [tense] aor. [voice] Act. δόχμωσε, [voice] Med. δοχμώσατο, Nonn.D. 42.193, 37.254.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δοχμόομαι
См. также в других словарях:
οδύσ(σ)ομαι — ὀδύσ(σ)ομαι και, επικ. τ., ὀδυίομαι (Α) 1. οργίζομαι με κάποιον, θυμώνω 2. μισώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀδύσ(σ)ομαι προέρχεται από ένα αμάρτυρο ρ. *ὀδύομαι (πρβλ. ηπ ύω, ιδρ ύω, μεθ ύω). Το ρ. *ὀδύομαι παράγεται πιθ. από ένα αμάρτυρο ουσιαστικό… … Dictionary of Greek
συγκαί(γ)ομαι — συγκαί(γ)ομαι, συγκάηκα, συγκαμένος βλ. πίν. 162 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συγκαί(γ)ομαι — Ν βλ. συγκαίω … Dictionary of Greek
αποθρασύνω — ομαι (AM ἀποθρασύνομαι) νεοελλ. 1. ( ω) κάνω κάποιον να συμπεριφέρεται με θρασύτητα 2. ( ομαι) συμπεριφέρομαι με μεγάλο θράσος αρχ. μσν. 1. έχω τόσο θάρρος που δεν λογαριάζω τίποτε 2. μιλώ με θράσος 3. αναγκάζω κάποιον να φερθεί με θρασύτητα … Dictionary of Greek
ακρουμάζομαι — και ακρομάζομαι, ακουρμάζομαι, και ακρουμαίνομαι 1. ακούω με προσοχή 2. αφουγκράζομαι, «στήνω αφτί» 3. κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ενδιαφέρει ετυμολογικά για το πλήθος τών τύπων που μεσολαβούν και τών μεταβολών που υφίστανται, ώστε να απαρτιστεί η… … Dictionary of Greek
αΐω — (I) ἀΐω (Α) [ᾰ] (επικό και λυρικό ρήμα) 1. αντιλαμβάνομαι με την ακοή, ακούω 2. αντιλαμβάνομαι με τα μάτια, βλέπω 3. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ 4. βάζω αφτί, προσέχω 5. υποτάσσομαι, υπακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. που απαντά… … Dictionary of Greek
ωρύομαι — ὠρύομαι, ΝΑ 1. (για άγριο ζώο, ιδίως για λύκο ή σκύλο) βγάζω άγρια φωνή, ουρλιάζω 2. μτφ. (για πρόσ.) κραυγάζω σαν άγριο θηρίο (α. «από το πρωί ωρύεται έξαλλος σε όλους» β. «ὥσπερ ἀπόπληκτοι... ὠρύονται», Πλάτ.) αρχ. 1. (για λιοντάρι) βρυχώμαι 2 … Dictionary of Greek
αλαργάρω — (κυρίως ναυτ. όρος) 1. απομακρύνομαι, ανοίγομαι στο πέλαγος 2. απομακρύνω, αλαργεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ρ. allargare «ευρύνω, ομαι, εκτείνω, ομαι, απλώνω, ομαι». ΠΑΡ. νεοελλ. αλαργάρισμα] … Dictionary of Greek
αποστρέφω — (AM ἀποστρέφω) μσν. νεοελλ. 1. επιστρέφω, γυρίζω, στρέφω το πρόσωπο ή το βλέμμα προς άλλη κατεύθυνση 3. ( ομαι) αισθάνομαι αποστροφή, αντιπαθώ, αποφεύγω κάποιον ή κάτι 3. ( ομαι) επανέρχομαι, επιστρέφω μσν. 1. μεταθέτω, μετακινώ, μεταβιβάζω 2.… … Dictionary of Greek
αποτείνω — (AM ἀποτείνω) ( ομαι) απευθύνω τον λόγο σε κάποιον νεοελλ. φρ. «αποτείνω τον λόγο» μιλώ σε κάποιον αρχ. μσν. ( ομαι) αναφέρομαι σε κάτι, υπαινίσσομαι κάτι αρχ. Ι. 1. επιμηκύνω, εκτείνω 2. (για λόγο) παρατείνω την ομιλία μου, μακρηγορώ 3. τεντώνω… … Dictionary of Greek
αποφαίνομαι — (AM ἀποφαίνω κ. ομαι) ( ομαι) 1. εκφέρω γνώμη, λέω την άποψή μου 2. (για δημόσια αρχή) εκδίδω απόφαση, αποφασίζω αρχ. Ι. ενεργ. 1. καθιστώ φανερό, αποκαλύπτω 2. γνωστοποιώ, παρέχω ενδείξεις 3. παριστάνω, παρουσιάζω 4. καταγγέλλω 5. παρουσιάζω… … Dictionary of Greek