-
1 доохлаждать
ολοκληρώνω την ψύξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > доохлаждать
-
2 завершать
завершать, завершить τελειώνω, ολοκληρώνω αποπερατώνω (довести до конца) \завершаться αποπερατώνομαι* * *= завершитьτελειώνω, ολοκληρώνω; αποπερατώνω ( довести до конца) -
3 закончить
-
4 окончить
окончить τελειώνω, περατώνω· ολοκληρώνω· \окончить школу τελειώνω το σχολείο \окончиться τελειώνω* * *τελειώνω, περατώνω; ολοκληρώνωоко́нчить шко́лу — τελειώνω το σχολείο
-
5 совершенствовать
-ствую, -сшвуешьρ.δ.μ.τελειοποιώ• ολοκληρώνω•совершенствовать новую машину τελειοποιώ την καινούρια μηχανή•
совершенствовать свой знания ολοκληρώνω τις γνώσεις μου.
τελειοποιούμαι• ολοκληρώνομαι. -
6 доводить
1. (мет.-об.) τελειώνω, επεξεργάζομαι, (с притиром) τελειώνω τη λείανσηκάνω το ρεκτιφιέ2. мет. καθαρίζω/ραφινάρω (το μέταλλο) 3. (до завершения) ολοκληρώνω 4. (до какого-л. состояния) φέρνω, οδηγώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > доводить
-
7 доопределение
η ολοκλήρωση του ορισμού, η αποσαφήνιση- ять ολοκληρώνω τον ορισμό, αποσαφηνίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > доопределение
-
8 интегрировать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интегрировать
-
9 окончить
τελειώνω, περατώνω, ολοκληρώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > окончить
-
10 полёт
1. (перемещение чего-л. летящего) η πτήσηучебный - см. тренировочный -2. (птицы) το πέταγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полёт
-
11 пройти
1. (ходьбой преодолеть какое-л. расстояние) περνώ, διανύω, διαβαίνω 2. (распространиться, пролегать) περνώ 3. (оказаться принятым, зачисленным) περνώ 4. (о времени, событиях и т.п.) περνώ, διαβαίνω 5. (завершить какой-л. курс обучения, лечения и т.п.) ολοκληρώνω, τελειώνω, περνώ, (о военной службе) εκπληρώνω 6 (изучить что-л.) μαθαίνω, διδάσκομαι 7. (прекратиться, кончиться) σταματώ, παύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пройти
-
12 довести
довести 1) (проводить) συνοδεύω· οδηγώ (сопровождать)' я вас доведу до... θα σας συνοδέψω ως (или μέχρι)...· 2) (до кокого-л. состояния) κάνω να...· \довести дело до* * *1) ( проводить) συνοδεύω; οδηγώ ( сопровождать)я вас доведу́ до... — θα σας συνοδέψω ως ( или μέχρι)
2) (до какого-л. состояния) κάνω να…довести́ де́ло до конца́ — αποτελειώνω, αποπερατώνω, ολοκληρώνω
довести́ до отча́яния — κάνω έξω φρενών
••довести́ до све́дения — ενημερώνω, πληροφορώ
-
13 довершать
доверш||атьнесов ἀποπερατώνω, ὁλοκληρώνω. -
14 заключить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заключенный, βρ: -чен, -чет, -ченоρ.σ.μ.1. κλείνω φυλακή, φυλακίζω.2. εγκλείω, κλείνω μέσα•заключить в монастырь κλείνω στο μοναστήρι•
-в скобки κλείνω (βάζω) σε παρένθεση.
3. τελειώνω, ολοκληρώνω•заключить речь τελειώνω το λόγο•
заключить счет κλείνω το λογαριασμό.
4. συμπεραίνω, συνάγω, πορίζομαι, καταλήγω στο συμπέρασμα.5. συνάπτω, κλείνω•заключить договор κλείνω συμφωνία•
заключить союз κλείνω συμμαχία, συμμαχώ•
заключить контракт κλείνω σύμβαση•
заключить пари βάζω στοίχημα•
заключить брак συνάπτω γάμο.
εκφρ.заключить в объятия – σφίγγω στην αγκαλιά.παλ. κλείνομαι•зимою мы -лись в доме το χειμώνακλειστήκαμε στο σπίτι•
она -лась в монастырь αυτή κλείστηκε στο μοναστήρι.
-
15 закончить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. законченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ. и. τελειώνω, αποτελειώνω, ολοκληρώνω.τελειώνω, ολοκληρώνομαι,• -лось строительство τέλειωσε η οικοδόμηση. -
16 закруглить
ρ.σ.μ.1. στρογγυλεύω.2. μτφ. ολοκληρώνω.1. στρογγυλεύομαι,2. μτφ. (απλ.) τελειώνω (ομιλία, λόγο). -
17 замкнуть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замкнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. (παλ. κ. απλ.) κλειδώνω•замкнуть дверь κλειδώνω τήν πόρτα•
замкни ее в комнату κλείσε την στο δωμάτιο.
2. (ηλεκτρ.) ανοίγω•замкнуть электрическую цепь ανοίγω το κύκλωμα•
замкнуть кольцо окружения ολοκληρώνω τον κλοιό της πολιορκίας.
|| κυκλώνω από παντού.1. κλειδώνομαι, κλείνομαι•замок -лся η κλειδωνιά έκλεισε.
2. κλειδώνομαι, μέοα.3. (ηλεκτρ.) ανοίγω, κυκλοφορώ•-лась цепь άνοιξε το κύκλωμα.
εκφρ.замкнуть в себе – κλείνομαι, στον εαυτό μου, απομονώνομαι,. -
18 интегрировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ.1. βρίσκω το ολοκλήρωμα, ολοκληρώνω.2. (γραπ. λόγος) ενώνω, συνενάινω, συμπεριλαβαίνω σ ένα ενιαίο όλο. -
19 округлить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. округленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. στρογγυλεύω•округлить губы στρογγυλεύω τα χείλη.
|| μτφ. ολοκληρώνω.2. μτφ. αυξαίνω, μεγαλώνω.1. βλ. округлеть. || μτφ. ολοκληρώνομαι.2. μτφ. αυξαίνομαι, μεγαλώνω. -
20 преисполнить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преисполненный, βρ: -нен, -а, -оρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) υπερπληρώ, παραγεμίζω• ολοκληρώνω. || διεγείρω κορώνω•преисполнить гневом ή гнева παροργίζω, παραθυμώνω•
преисполнить расдражени-ем υπερερεθίζω.
είμαι πλήρης, γεμάτος•преисполнить решимости είμαι όλος αποφασιστικότητα•
преисполнить радости ή радостью είμαι όλος χαρά.
См. также в других словарях:
ολοκληρώνω — ολοκληρώνω, ολοκλήρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ολοκληρώνω — (Μ ὁλοκληρῶ, όω) [ολόκληρος] συμπληρώνω κάτι που έχει ελλείψεις, καθιστώ κάτι πλήρες, τέλειο, ολόκληρο, αποτελειώνω … Dictionary of Greek
ολοκληρώνω — ολοκλήρωσα, ολοκληρώθηκα, ολοκληρωμένος, συμπληρώνω κάτι, τελειώνω, το κάνω ολόκληρο, πλήρες: Ολοκλήρωσε το έργο της η επιτροπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξανύω — ἐξανύω και αττ. τ. ἐξανύτω (Α) 1. φέρω σε πέρας, επιτελώ, ολοκληρώνω («θεῶν θέσμι ἐξήνυσε», Σοφ.) 2. αποτελειώνω, φονεύω, ξεμπερδεύω («ἧ θὴν σ ἐξανύω γε καὶ ὕστερον ἀντιβολήσας», Ομ. Ιλ.) 3. κυριεύω, κατακτώ 4. (για τοπ. ή χρον. διάστημα) διανύω… … Dictionary of Greek
προεξυφαίνω — Α ολοκληρώνω προηγουμένως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξυφαίνω «ολοκληρώνω, αποπερατώνω»] … Dictionary of Greek
ολοκληρωτικός — ή, ό 1. αυτός που συντελεί στην ολοκλήρωση 2. συνολικός, πλήρης τελειωτικός («ολοκληρωτική καταστροφή») 3. μαθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαθηματική ολοκλήρωση ή στο μαθηματικό ολοκλήρωμα («ολοκληρωτικός λογισμός» κλάδος τών ανώτερων… … Dictionary of Greek
αναπληρώνω — (Μ ἀναπληρώνω, Α ἀναπληρῶ, όω) 1. συμπληρώνω κάτι ελλιπές ή τό αντισταθμίζω με κάτι άλλο 2. παίρνω τη θέση κάποιου προσωρινά ή οριστικά, τόν αντικαθιστώ αρχ. Ι. ενεργ. 1. γεμίζω το κενό μέρος, καλύπτω, συμπληρώνω 2. πληρώνω ολόκληρο το χρηματικό… … Dictionary of Greek
ανασώζω — (Α ἀνασῴζω) (Μ ἀνασώζω καί ἀνασώνω) διασώζω από κίνδυνο, γλυτώνω μσν. 1. αποζημιώνω, επανορθώνω 2. (αμτβ.) φτάνω, έρχομαι 3. μεταβιβάζω 4. συμπληρώνω, ολοκληρώνω αρχ. 1. διατηρώ στη μνήμη μου 2. (μέσ., ομαι) αποκτώ, κερδίζω πάλι, ανακτώ 3. παθ.… … Dictionary of Greek
αποβάφω — (Α ἀποβάπτω) νεοελλ. 1. ολοκληρώνω το βάψιμο 2. χάνω το χρώμα μου, ξεβάφω αρχ. 1. βυθίζω κάτι στο νερό ή σε άλλο υγρό 2. αντλώ νερό … Dictionary of Greek
απογεμίζω — (Α ἀπογεμίζομαι) 1. γεμίζω εντελώς, ολοκληρώνω το γέμισμα αρχ. ( ομαι) (για πλοία) ξεφορτώνομαι, αδειάζω … Dictionary of Greek
αποθερίζω — (AM ἀποθερίζω) νεοελλ. ολοκληρώνω, τελειώνω το θέρισμα μσν. (αόρ. ἀπέθριξα, μέσ. ἀποθρίξασθαι κουρεύω σύρριζα, κείρω μοναχό, κουρεύω για να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα (αρχ) 1. αποκόπτω 2. θερίζω, σκοτώνω … Dictionary of Greek