-
1 завершение
το τελείωμα, η ολοκλήρωση, η (απο)περάτωση, η τελείωση, η συμπλήρωση- рейса мор. η ολοκλήρωση του πλουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > завершение
-
2 вы...
πρόθεμα, σημαίνει: α) νύυηση από μέσα προς τα έξω π.χ. выехать, вывести, выбежать, β) αφαίρεση, βγάλσιμο, απομάκρυνση ενός μέρους του αντικειμένου ή ενός αντικειμένου από το άλλο π.χ. выбить, выломать, вывинтить, γ) ολοκλήρωση, τελείωμα, τέλος της ενέργειας π.χ. выбелить, выварить, вымокнуть, высушить, δ) επίτευξη κατόπιν ενέργειας π.χ. выпросить, выслужить, вытребовать, ε) με το μόριο «-ся» εκφράζει ολοκλήρωση της ενέργειας, αναγωγή αυτής ως το βαθμό που χρειάζεται π.χ. выплакаться, выспаться. -
3 законченность
-и θ.εντέλεια, τελειότητα, ολοκλήρωση, αρτιότητα, πληρότητα•законченность формы η τελειότητα της μορφής•
законченность мысли ολοκλήρωση της σκέψης.
-
4 у...
1.Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. κατεύθυνση της ενέργειας, κίνησης από κάτι• απομάκρυνση, εξάλειψη, εξαφάνιση: убежать, увести, улететь, ускакать, утечь.2. αφαίρεση μέρους, μείωση ποσότητας από κάτι: урвать, усчь, усчитать, ушить.3. ολοκλήρωση της ενέργειας: α) κάλυψη με την ενέργεια όλο το αντικείμενο• επέκταση της ενέργειας σε όλο το αντικείμενο: убелить, умазаться, устлать, ушить. β) φτάσιμο, κατάληξη της ενέργειας ως το απαιτούμενο αποτέλεσμα, ως την πλήρη ικανοποίηση: убаюкать, уговорить,умучить, упариться, упечься, упиться, γ) ολοκλήρωση της ενέργειας παρά τις αντιδράσεις, με υπερνίκηση δυσκολιών, εμποδίων: улежать, усидеть, уберечь, δ) σταθερότητα, μονιμότητα της ενέργειας: угнездиться, усесться, увлечься.4. τοποθέτηση του όλου μέσα σε κάποια όρια, διαστάσεις: упечатать(ся), уписать(ся), утискать.5. απόκτηση νέας ποιότητας, ως συνέπεια έντονης ενέργειας, προσπαθειών: удорожить, укрепить(ся)• умертвить, усмирить(ся).II.Σχηματίζει ρήματα στιγμιαία (ρ.σ.) σε μερικές περιπτώσεις: ужалить, украсть. -
5 визит
η επίσκεψ/ηнаносить - κάνω -, επισκέπτομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > визит
-
6 выгрузка
η εκφόρτωσ/ητο ξεφόρτω-μαна условиях с - ой на берег мор. με όρους - ης στο λιμάνιпогрузка и - за счет фрахтователя мор. φόρτωση και - με χρέωση του ναυλωτήпорядок - и διαδικασία/σειρά - ηςгрейферная - με αρπάγη/δαγκάναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выгрузка
-
7 доопределение
η ολοκλήρωση του ορισμού, η αποσαφήνιση- ять ολοκληρώνω τον ορισμό, αποσαφηνίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > доопределение
-
8 доохлаждать
ολοκληρώνω την ψύξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > доохлаждать
-
9 доочистка
(сточных вод) η ολοκλήρωση του καθαρισμού/της κατεργασίας (των λυμάτων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доочистка
-
10 интеграция
1. см. интегрирование 2. эк. η οικονομική ολοκλήρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интеграция
-
11 интегрирование
η ολοκλήρωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > интегрирование
-
12 конец
1. (завершение чего-л.) η ολοκλήρωση, η αποπεράτωση, το τελείωμα, ο τερματισμός, το τέλος 2. (оконечность) το άκρο. - балки - δοκού- поршневого штока - βάκτρου εμβόλου 3(вывод провод) η εξαγωγή/το άκρο (καλωδίων και σωλήνων)4. мор. (верёвка, трос) το σύρμα, το σκοινί, το σχοινί, το παλαμάριбросательный - το ορμίδιο, το λεπτόσχοινο5. (предел, граница последний момент окончание чего-л.) το τέλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > конец
-
13 переговоры
мн. οι συνομιλί/ες, οι διαπραγματεύσειςвозобновление - ов επανέναρξη/ανανέωση των - ώνзавершение - ов ολοκλήρωση/λήξη των - ώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переговоры
-
14 укомплектование
η επάνδρωση, η ολοκλήρωση, η αποπεράτωση, η πλαισίωση, η κατάρτιση, ο καταρτισμός, η συγκρότησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > укомплектование
-
15 интеграция
-
16 довершениес
доверш||е́ниесἡ ἀποπεράτωση [-ις], ἡ ὀλοκλήρωση [-ις]:в \довершениесе́ние чего-л. είς ἐπίμετρον. -
17 закоиченность
закоиченн||остьж ἡ ὀλοκλήρωση [-ις], ἡ ἐντέλεια, ἡ τελειότητα [-ης]:\закоиченность мысли οἱ ὁλοκληρωμένες σκέψεις. -
18 вз...
взо..., взъ... κ. вс... πρόθεμα που σημαίνει:1. κίνηση προς τα πάνω: взлететь.2. ένταση, δύναμη της ενέργειας που εμφανίστηκε, γρήγορη εξέλιξη μιας κατάστασης: взалкать, взбухнуть, взвыть, взмолиться.3. ολοκλήρωση της ενέργειας, της έντασης: взбесить, взболтать. -
19 воз...
(вос...) πρόθεμα πού σημαίνει: α) κατεύθυνση της ενέργειας, κίνησης προς τα άνω π.χ. возвести, вознести, β) ότι η ενέργεια επαναλαμβάνεται ξανά, εκ νέου π.χ. возобновить, возродить, γ) ότι η ενέργεια ανταποκρίνεται σε κάτι π.χ. воздать, вознаградить, δ) ένταση της ενέργειας που εμφανίστηκε ή ολοκλήρωση αυτής. -
20 до...
(πρόθεμα) προσδίνει στά ρήματα τις εξής σημασίες:1. ολοκλήρωση, περάτωση της ενέργειας: дочитать, допить, доесть,доехать.2. συμπλήρωση ως το κανονικό ή επιπρόσθετα: докупить, дополучать, досыпать.3. με το μόριο «-ся» σημαίνει ενέργεια μέχρι ενός αποτελέσματος, μέχρι ενός βαθμού: дозвониться, добудиться, дозваться, доболтаться.4. προ: дошкольный, дореволюционный.5. σε συνδυασμό με βραχέα ποιοτικά επίθετα σχηματίζονται επιρρήματα, που αντιστοιχούν με τα: κατά..., ολο...: «добела» – κάτασπρα, «досуха» – κατάξερα, «догола» – ολόγυμνα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ολοκλήρωση — η (Α ὁλοκλήρωσις) [ολοκληρώ (II)] νεοελλ. 1. η συμπλήρωση κενών ή ελλείψεων, η συμπλήρωση ενός πράγματος, η τελείωση, η συναποτέλεση 2. μαθ. η πράξη με την οποία βρίσκουμε το ολοκλήρωμα μιας συνάρτησης ή μιας διαφορικής εξίσωσης αρχ. η πλήρης… … Dictionary of Greek
ολοκλήρωση — η 1. η πράξη του ολοκληρώνω. 2. (μαθημ.) η εργασία για να βρούμε ολοκλήρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολοκλήρωμα — Έστω f μια πραγματική συνάρτηση της πραγματικής μεταβλητής x, ορισμένη σε ένα κλειστό διάστημα, έστω I, με άκρα του α, β (α < β). Υποθέτουμε ότι η συνάρτηση f είναι φραγμένη, δηλαδή ότι υπάρχει κάποιος k ≥ 0, έτσι ώστε να ισχύει f(x ≤ 0), για… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
ολοκληρωτικός — ή, ό 1. αυτός που συντελεί στην ολοκλήρωση 2. συνολικός, πλήρης τελειωτικός («ολοκληρωτική καταστροφή») 3. μαθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαθηματική ολοκλήρωση ή στο μαθηματικό ολοκλήρωμα («ολοκληρωτικός λογισμός» κλάδος τών ανώτερων… … Dictionary of Greek
αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… … Dictionary of Greek
γεωδαισία — Η επιστήμη που ασχολείται με τον προσδιορισμό του σχήματος και τη μέτρηση των διαστάσεων της Γης. Η γ. έχει αναπτυχθεί βασικά σε δύο κλάδους: έναν θεωρητικό, που εξετάζει τη μορφή της Γης στο σύνολό της σε συνάρτηση με τους εσωτερικούς και τους… … Dictionary of Greek
εξίσωση — Κάθε προτασιακός τύπος της μορφής φ(x) = ψ(x), όπου φ και ψ συμβολίζουν συναρτήσεις της αυτής μεταβλητής x, ενώ οι τιμές τους ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έστω Σ. Το σύμβολο x ονομάζεται: ο άγνωστος της ε. Αν Ε είναι το σύνολο που διατρέχει η… … Dictionary of Greek