-
1 ολμος
ὅ1) круглый камень, кругляк, вал(ик) Her.2) ступа, ступка Her., Plut.3) корыто, квашня Arph. -
2 ολμισκος
ὁ [demin. к ὅλμος См. ολμος] дверной крюк ( на который надевается дверная петля) Sext. -
3 υφολμιον
-
4 ολμοβόλο(ν)
το, όλμος ο миномёт -
5 ολμοβόλο(ν)
το, όλμος ο миномёт
См. также в других словарях:
Ὄλμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄλμος — a round smooth stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅλμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅλμος — a round smooth stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όλμος — Πυροβόλο με μήκος κατώτερο των δέκα διαμετρημάτων και βασικά χαρακτηριστικά τη χαμηλή αρχική ταχύτητα των βλημάτων του και τη μεγάλη καμπυλότητα της τροχιάς τους. Η βολή του ό. γίνεται με γωνίες ύψωσης ανώτερες των 45° και συνεπώς με μεγάλες… … Dictionary of Greek
όλμος — ο πυροβόλο όπλο με κοντό σωλήνα και μεγάλη διάμετρο, αλλ. ολμοβόλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὦλμος — ὄλμος , ὄλμος a round smooth stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὄλμοις — Ὄλμος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄλμοις — ὄλμος a round smooth stone masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὄλμον — Ὄλμος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄλμον — ὄλμος a round smooth stone masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)