Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

οικονομώ

  • 1 экономить

    Русско-греческий словарь > экономить

  • 2 экономить

    экономить
    несов οίκονομώ, κάνω οίκο-νομία:
    \экономить деньги οίκονομώ τά χρήματα· \экономить время κάνω οίκονομία χρόνου· \экономить на чем-л. κάνω οίκονομίες σέ κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > экономить

  • 3 приберечь

    ρ.σ.μ. φυλάγω, κρατώ, οικονομώ•

    приберечь деньги на покупку οικονομώ χρήματα για να αγοράσω κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > приберечь

  • 4 выгадать

    выгадать
    сов, выгадывать несов κερδίζω/ οἰκονομώ, ἐξοικονομώ (сэкономить):
    \выгадать время κερδίζω χρόνο.

    Русско-новогреческий словарь > выгадать

  • 5 приберегать

    приберегать
    несов, приберечь сов φυλάγω, φυλάω, οἰκονομώ, βάζω κατά μέρος.

    Русско-новогреческий словарь > приберегать

  • 6 сберегать

    сберегать
    несов
    1. (сохранять) φυλάγω, φυλάσσω, διατηρώ, διαφυλάττω·
    2. (копить) ἀποταμιεύω, βάζω στήν μπάντα, μαζεύω / οἰκονομώ, ἐξοικονομώ (экономить).

    Русско-новогреческий словарь > сберегать

  • 7 сколачивать

    сколачивать
    несов
    1. (сбивать вместе) Σκαρώνω:
    \сколачивать ящик σκαρώνω κάσσα·
    2. перен (группу и т. п.) разг σκαρώνω·
    3. (капитал, сумму) разг μαζεύω, οἰκονομώ.

    Русско-новогреческий словарь > сколачивать

  • 8 экономить

    [ααζνόμιτ']ρ. οικονομώ

    Русско-греческий новый словарь > экономить

  • 9 экономить

    [ααζνόμιτ']ρ οικονομώ

    Русско-эллинский словарь > экономить

  • 10 беречь

    -регу, -режешь, регут, παρλθ. χρ. -рег, -регла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. διαφυλάσσω, διαφυλάγω, φυλάγω, διατηρώ•

    -гите мир! διαφυλάξτε την ειρήνη!•

    беречь свято φυλάγω σάν τήν Παναγία, σαν τα ιερά.

    2. οικονομώ, φείδομαι, υπολογίζω, τσιγκουνεύομαι• λυπούμαι•

    он -ег каждую копейку αυτός λογάριαζε ακόμα και το καπίκι.

    3. κρατώ, φυλάγω αυστηρά, με εχεμύθεια•

    беречь тайну κρατώ (θάβω) το μυστικό•

    беречь как зенипу ока φυλάγω σαν την κόρη του οφθαλμού.

    προφυλάγομαι, προσέχω, παίρνω τα μέτρα μου•

    беречь простуды φυλάγομαι από κρυολόγημα•

    -гись! -гитесь! φυλάξου! φυλαχτείτε !

    Большой русско-греческий словарь > беречь

  • 11 накопить

    -оплю, -бпишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накопленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. (εν)αποταμιεύω οικονομώ•

    накопить деньги μαζεύω χρήματα.

    2. μτφ. αποκτώ συλλέγω, συσσωρεύω•

    накопить опыт αποκτώ πείρα•

    накопить много знаний αποκτώ πολλές γνώσεις•

    накопить дел συσσωρεύω υποθέσεις.

    αποκτιέμαι• συσσωρεύομαι, μαζεύομαι•

    -лся опыт αποκτήθηκε πείρα•

    за шкафом -лась много пыли πίσω από τη ντουλάπα μαζεύτηκε πολύ σκόνη.

    Большой русско-греческий словарь > накопить

  • 12 наэкономить

    -млю, -мишь
    ρ.σ.μ.
    οικονομώ, αποταμιεύω.

    Большой русско-греческий словарь > наэкономить

  • 13 приберегать

    ρ.δ.
    βλ. приберечь.
    οικονομώ, φυλάγω, διατηρώ.

    Большой русско-греческий словарь > приберегать

  • 14 сберечь

    -регу, -режешь, -регут, παρλθ. χρ. сберг, -регла, -регло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбережённый, βρ: -жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. φυλάγω, διαφυλάγω• διατηρώ•

    сберечь документы φυλάγω τα έγγραφα•

    сберечь здоровье φυλάγω την υγεία•

    сберечь в памяти διατηρώ στη μνήμη.

    || προφυλάγω•

    сберечь шубу от моли προφυλάγω τη γούνα από το σκώρο•

    сберечь цитрусовые от мороза προφυλάγω τα εσπεριδοειδή από τον παγετό.

    2. αποταμιεύω, οικονομώ, κάνω οικονομίες.
    (δια) φυλάγομαι, • διατηρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сберечь

  • 15 сбить

    собью, собьшь, προστκ. сбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбитый, βρ: -сбит, -а, -о.
    1. καταρρίπτω χτυπώντας•

    сбить яблоки с ветки ρίχνω κάτω τα μήλα από το κλαδί•

    сбить человека с ног ρίχνω κάμω τον άνθρωπο (στεκόμενοη βαδίζοντα)•

    сбить самолт καταρρίπτω αεροπλάνο.

    || αποσπώ• σπάζω•

    сбить замок с двери σπάζω την κλείδων ιά της πόρτας.

    || απωθώ, εκδιώκω, βγάζω•

    сбить полк с позиции βγάζω το σύνταγμα από τις θέσεις (που κατέχει),

    2. φθείρω, χαλνώ με το χτύπημα, το βάδισμα•

    сбить каблук χαλνώ το τακούνι•

    сбить подковы φθείρω τα πέταλα.

    || γρατσουνιζω, εκδέρω.
    3. κινώ, κουνώ, μετακινώ με χτύπημα ή σπρώξιμο. || χαλνώ, ανατρέπω•

    сбить прицель χαλνώ τη σκόπευση•

    сбить планы χαλνώ τα σχέδια.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτρέπω• παρεκκλίνω•

    сбить с дороги εκτρέπω της οδού.

    5. (για σκέψη, συνομιλία)• στρέφω, γυρίζω αλλού.
    6. μπερδεύω, συγχύζω• περιπλέκω•

    сбить на допросе μπερδεύω κατά την ανάκριση•

    на экзамене μπερδεύω στην εξέταση.

    7. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• χαμηλώνω, κατεβάζω•

    сбить температуру жаропонижающими средствами κατεβάζω τον πυρετό με αντ ιπυρετικά φάρμακα.

    || χτυπώ., προκαλώ πτώση•

    сбить цену χτυπώ την τιμή.

    8. συνενώνω, συνδέω, καρφώνω, κάνω, σκαρώνω•

    сбить полы φτιάχνω πατώματα•

    сбить ящик из досок φτιάχνω κιβώτιο από σανίδια.

    9. μαζεύω, συγκεντρώνω•

    сбить всех в кучу συγκεντρώνω όλους σωρό.

    || δημιουργώ• οργανώνω, ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, μαζεύω, οικονομώ.
    10. χτυπώ, δέρνω•

    сбить желтки χτυπώ τους κρόκους.

    || (για μαλλιά)• ανακατώνω.
    11. εξάγω, βγάζω•

    сбить масло βγάζω βούτυρο (χτυπώντας το γάλα).

    || ετοιμάζω, φτιάχνω•

    сбить шерсть ξένω το μαλλί•

    сбить печь φτιάχνω φούρνο.

    εκφρ.
    сбить спесь (гонор, форсκ.τ.τ.) с кого κόβω τη φόρα (τον αέρα) κάποιου (ταπεινώνω)•
    сбить с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.
    1. μετακινούμαι, ξεφεύγω (από τη θέση)•

    бинт -лся ο επίδεσμος ξέφυγε•

    галстук -лся η γραβάτα ξέφυγε (στράβωσε)•

    шляпа -лась на бок η ρεμπούμπλικα έκλινε πλάγια•

    пристрелка орудия -лась η σκόπευση του πυροβόλου ξέφυγε.

    || αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (χάθηκε).

    2. χτυπιέμαι, βλάπτομαι• αχρηστεύομαι. || φθείρομαι• στραβοπατιέμαι.
    3. ξεστρατίζομαι, ξεφεύγω από το δρόμο, παραστρατώ• περιπλανιέμαι•

    сбить с дороги ξεστρατίζομαι,.

    ξεφεύγω, παρεκκλίνω (από το θέμα κ.τ.τ.).
    4. περνώ, γίνομαι, καθίσταμαι• μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι.
    5. μπερδεύομαι, συγχύζομαι, τα χάνω•

    он -лся на экзаменах αυτός τά χασέ στις εξετάσεις.

    6. στριμώχνομαι, συνωστίζομαι, συνωθούμαι. || ιδρύομαι, δημιουργούμαι, σχηματίζομαι• οργανώνομαι. || (για μέσα, χρήματα) μαζεύομαι• αποταμιεύομαι.
    7. (για ρευστά) πηχτώνω από το χτύπημα. || (για μαλλιά) ανακατεύομαι.
    εκφρ.
    сбить с ног – μου κόβονται τα πόδια (από την κούραση)•
    сбить с ноги – χάνω το βήμα (κατά το βηματισμό)•
    сбить с пути – ξεφεύγω από τον κανονικό δρόμο, παίρνω άσχημο δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > сбить

  • 16 сколотить

    ρ.σ.μ.
    1. συνδέω• καρφώνω•

    сколотить половицы καρφώνω τα πατωσάνιδα.

    || φτιάχνω, σκαρώνω•

    сколотить из досок ящик φτιάνω κιβώτιο με σανίδια.

    2. μτφ. δημιουργώ• ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, οικονομώ, μαζεύω, συγκεντρώνω•

    сколотить себе капиталец μαζεύω ένα μικρό κεφάλαιο.

    3. βγάζω χτυπώντας, αποσπώ, ξεκαρφώνω,
    1. συνδέομαι γερά• καρφώνομαι.
    2. μτφ. δημιουργούμαι, γίνομαι, φτιάχνομαι• σκαρώνομαι. || αποταμιεύομαι, οικονομούμαι, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι.
    3. αποσπώμαι με χτυπήματα• ξεκαρφώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > сколотить

  • 17 экономить

    -млю, -мишь
    ρ.δ.μ.
    οικονομώ, ξοδεύω φειδωλά, κάνω οικονομία•

    экономить топливо κάνω οικονομία στα καύσιμα•

    экономить деньги κάνω οικονομία στα χρήματα•

    экономить время φείδομαι, χρόνου.

    || κάνω οικονομίες.
    οικονομούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > экономить

См. также в других словарях:

  • οικονομώ — έω και άω και κονομάω (ΑΜ οἰκονομῶ, έω) [οικονόμος] νεοελλ. 1. κάνω οικονομίες, αποταμιεύω για μελλοντικές μου ανάγκες («δεν μπόρεσε να οικονομήσει τίποτε ύστερα από τόσα χρόνια εργασίας») 2. εξοικονομώ, εξευρίσκω, προμηθεύομαι 3. παρέχω σε… …   Dictionary of Greek

  • οικονομώ — οικονόμησα, οικονομήθηκα, (οι)κονομημένος 1. αποταμιεύω, βάζω στην άκρη χρήματα. 2. εξοικονομώ, προμηθεύομαι, βρίσκω: Πού το οικονόμησες αυτό το βιβλίο; 3. προμηθεύω, εφοδιάζω κάποιον με κάτι: Θα σου οικονομήσω μερικά χρήματα. 4. εξυπηρετώ,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκονομῶ — οἰκονομέω manage as a house steward pres subj act 1st sg (attic epic doric) οἰκονομέω manage as a house steward pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκονόμω — οἰκόνομος one who manages a household masc nom/voc/acc dual οἰκόνομος one who manages a household masc gen sg (doric aeolic) οἰκονόμος masc nom/voc/acc dual οἰκονόμος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκονόμῳ — οἰκόνομος one who manages a household masc dat sg οἰκονόμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκονόμωι — οἰκονόμῳ , οἰκόνομος one who manages a household masc dat sg οἰκονόμῳ , οἰκονόμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοικονομώ — έω, Α [οἰκονομῶ] 1. οικονομώ, διευθετώ εκ τών προτέρων, καταστρώνω σχέδιο 2. μέσ. προοικονομοῡμαι (ρητ.) προτάσσω στον λόγο …   Dictionary of Greek

  • διοικονομώ — διοικονομῶ ( έω) (AM) [οικονομώ] κανονίζω, διευθετώ …   Dictionary of Greek

  • ευοικονόμητος — εὐοικονόμητος, ον (ΑΜ) εύπεπτος, ευκολοχώνευτος αρχ. τακτοποιημένος καλά. επίρρ... εὐοικονομήτως (Α) με τάξη, καλά τακτοποιημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οικονομώ] …   Dictionary of Greek

  • κατοικονομώ — κατοικονομῶ, έω (Α) διαχειρίζομαι καλά, διευθετώ («εἰ δὲ κατοικονομήσειε τὴν περὶ ταῡτα χρείαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰκονομῶ «είμαι οικονόμος, τακτοποιώ»] …   Dictionary of Greek

  • κονομώ — βλ. οικονομώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»