Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

οικοδομικός

См. также в других словарях:

  • οἰκοδομικός — skilled in building masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικοδομικός — ή, ό (Α οἰκοδομικός, ή, όν) [οικοδόμος (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικοδομή ή στον οικοδόμο (α. «οικοδομικές επιχειρήσεις» β. «οἰκοδομικὰ ἔργα», πάπ.) 2. αυτός που χρησιμοποιείται για την ανέγερση οικοδομής, κατάλληλος για… …   Dictionary of Greek

  • οικοδομικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικοδόμηση: Οικοδομικό σχέδιο. 2. ο κατάλληλος για οικοδόμηση: Οικοδομικά υλικά. 3. το θηλ. ως ουσ., οικοδομική η τέχνη της σχεδίασης και εκτέλεσης οικοδομικών έργων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκοδομικά — οἰκοδομικός skilled in building neut nom/voc/acc pl οἰκοδομικά̱ , οἰκοδομικός skilled in building fem nom/voc/acc dual οἰκοδομικά̱ , οἰκοδομικός skilled in building fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοδομικῶν — οἰκοδομικός skilled in building fem gen pl οἰκοδομικός skilled in building masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοδομικόν — οἰκοδομικός skilled in building masc acc sg οἰκοδομικός skilled in building neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοδομικαῖς — οἰκοδομικός skilled in building fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοδομικοῖς — οἰκοδομικός skilled in building masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοδομικοί — οἰκοδομικός skilled in building masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοδομικοῦ — οἰκοδομικός skilled in building masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοδομικᾶς — οἰκοδομικός skilled in building fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»