-
1 οικοδομικός
[икодомикос] επ. строительный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οικοδομικός
-
2 строительный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > строительный
-
3 кооператив
кооператив м η κοοπερατίβα, ο συνεταιρισμός жилищно-стройтельный \кооператив о οικοδομικός συνεταιρισμός* * *мη κοοπερατίβα, ο συνεταιρισμόςжили́щно-строи́тельный кооперати́в — ο οικοδομικός συνεταιρισμός
-
4 строительный
-
5 блок
I.1.(механизм в форме колеса с жёлобом по окружности) о τρόχιλος, ο μακα-ράς, η τροχαλία* вертлюжный - στρεπτός -верхний - талей оттяжки мор. άνω - αντη-ρίδων2. (узел машины) το συγκρότημα ή μέρος της μηχανήςрезервный - см. запасной -3. стр. о ογκόλιθοςдоковый мор. - βάθρωνскуловой мор. - στα κυρτά μέρη της γάστραςII.(объединение партий, государств и т.д.) о συνασπισμός, η ένωση, το μπλοκ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > блок
-
6 гипс
1. (природный) о γύψ/οςдробить - σπάω το - о измельчать - τρίβω το - ο, θρυμματίζω το - ο2. мед. о γύψος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гипс
-
7 копёр
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > копёр
-
8 строительный
строительн||ыйприл οἰκοδομικός, οἰκοδομήσιμος:\строительныйые материалы τά οἰκοδομικά ὑλικά, οἱ οἰκοδομήσιμες ὕλες· \строительныйые работы οἱ ἐργασίες οἰκοδόμησης· \строительныйая площадка τό ὁΙκόπεδο[ν]· \строительныйая техника ἡ οἰκοδομική τέχνη· \строительный рабочий ὁ οίκοδόμος, ὁ κτίστης. -
9 строительный
[στραίτιλ'νυϊ/] εκ. οικοδομικός -
10 строительный
[στραίτιλ'νυϊ] επ οικοδομικός -
11 домостроительный
επ.οικοδομικός. -
12 строевой
строевой 1επ.μάχιμος•-ые части μάχιμα τμήματα.
εκφρ.строевой шаг – (στρατ.) γερμανικός βηματισμός.строевой 2επ.οικοδομικός• για οικοδόμηση•строевой материал οικοδομικό υλικό.
-
13 строительный
επ.οικοδομικός•-ые работы οικοδομικές εργασίες•
-ые рабочие οι οικοδόμοι•
-ые материалы οικοδομικά υλικά.
См. также в других словарях:
οἰκοδομικός — skilled in building masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικοδομικός — ή, ό (Α οἰκοδομικός, ή, όν) [οικοδόμος (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικοδομή ή στον οικοδόμο (α. «οικοδομικές επιχειρήσεις» β. «οἰκοδομικὰ ἔργα», πάπ.) 2. αυτός που χρησιμοποιείται για την ανέγερση οικοδομής, κατάλληλος για… … Dictionary of Greek
οικοδομικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικοδόμηση: Οικοδομικό σχέδιο. 2. ο κατάλληλος για οικοδόμηση: Οικοδομικά υλικά. 3. το θηλ. ως ουσ., οικοδομική η τέχνη της σχεδίασης και εκτέλεσης οικοδομικών έργων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰκοδομικά — οἰκοδομικός skilled in building neut nom/voc/acc pl οἰκοδομικά̱ , οἰκοδομικός skilled in building fem nom/voc/acc dual οἰκοδομικά̱ , οἰκοδομικός skilled in building fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομικῶν — οἰκοδομικός skilled in building fem gen pl οἰκοδομικός skilled in building masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομικόν — οἰκοδομικός skilled in building masc acc sg οἰκοδομικός skilled in building neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομικαῖς — οἰκοδομικός skilled in building fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομικοῖς — οἰκοδομικός skilled in building masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομικοί — οἰκοδομικός skilled in building masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομικοῦ — οἰκοδομικός skilled in building masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομικᾶς — οἰκοδομικός skilled in building fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)