Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

οδοντικός

  • 1 зубной

    зубной οδοντικός \зубной врач ο οδοντίατρος, ο οδοντογια τρός \зубнойая боль о πονόδοντος \зубнойая паста η οδοντόπαστα
    * * *

    зубно́й врач — ο οδοντίατρος, ο οδοντογιατρός

    зубна́я боль — ο πονόδοντος

    зубна́я па́ста — η οδοντόπαστα

    Русско-греческий словарь > зубной

  • 2 зубной

    επ.
    1. του δοντιού, οδοντικός•

    -ая боль πονόδοντος, οδοντόπονος, οδονταλγία•

    -нерв νεύρο του δοντιού•

    -ая паста οδοντόπαστα•

    -ая щётка οδοντόβουρτσα•

    зубной врач οδοντογιατρός•

    зубной порошк οδοντόσκονη.

    2. (γλωσ.) οδοντικός•

    зубной согласный οδοντικό σύμφωνο.

    Большой русско-греческий словарь > зубной

  • 3 зубной

    του οδόντος, του δοντιού, οδοντικός.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зубной

  • 4 зубной

    зубн||ой
    прил
    1. τοῦ δοντιοῦ, τοῦ ὁδόντος, ὁδοντικός:
    \зубнойа́я боль ὁ πονόδοντος, ἡ ὀδονταλγία· \зубной врач ὁ ὁδοντοΐα-τρός, ὁ Οδοντογιατρός· \зубнойая лечебница τό ὀδοντοΐατρείο· \зубной нерв τό νεῦρο τοῦ δοντιοῦ (или τοῦ ὁδόντος)· \зубнойая эмаль ἡ ἀδαμαντίνη· \зубной протез ἡ ὁδοντοστοιχία· \зубнойая щетка ἡ ὁδοντόβουρτσα· \зубной порошок ἡ ὀδοντόσκονη· \зубнойая паста ἡ ὁδον-τόπαστα·
    2. лингв. ὀδοντόφωνος:
    \зубной звук τό ὀδοντόφωνο.

    Русско-новогреческий словарь > зубной

См. также в других словарях:

  • οδοντικός — ή, ό (ΑΜ ὀδοντικός, ή, όν) [οδούς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δόντια νεοελλ. φρ. α) «οδοντικά σύμφωνα» γλωσσ. τα άφωνα σύμφωνα τ, δ, θ τα οποία αρθρώνονται με την επαφή τού πρόσθιου μέρους τής γλώσσας στα άκρα τών πρόσθιων δοντιών β)… …   Dictionary of Greek

  • οδοντικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δόντια: Οδοντικό νεύρο. 2. (γραμμ.), γράμματα που προφέρονται με τη βοήθεια των δοντιών (τ, δ, θ): Οδοντικά σύμφωνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀδοντικά — ὀδοντικός dental neut nom/voc/acc pl ὀδοντικά̱ , ὀδοντικός dental fem nom/voc/acc dual ὀδοντικά̱ , ὀδοντικός dental fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοντικῶν — ὀδοντικός dental fem gen pl ὀδοντικός dental masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοντικόν — ὀδοντικός dental masc acc sg ὀδοντικός dental neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοντικούς — ὀδοντικός dental masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδοντοπρόφερτος — η, ο οδοντικός, αυτός που προφέρεται με τη βοήθεια τών δοντιών («οδοντοπρόφερτα σύμφωνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + προφέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ν. Δραγούμη] …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • πολφίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού οδοντικού πολφού, που αποτελεί συχνότερα επιπλοκή τής τερηδόνας τών δοντιών, εκδηλώνεται με περισσότερο ή λιγότερο ισχυρούς, αυτόματους, διαλείποντες πόνους, οι οποίοι ακτινοβολούν στη γύρω περιοχή και εκλύονται ή… …   Dictionary of Greek

  • πολφεκτομή — η, Ν ιατρ. η αφαίρεση τού οδοντικού πολφού, πιο συχνά στο σύνολό του και σπανιότερα μόνον τού πολφού τής μύλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. pulpectomy < pulp «οδοντικός πολφός» + εκτομή] …   Dictionary of Greek

  • σύμφωνος — η, ο / σύμφωνος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α 1. μουσ. (για φωνή ή ήχο) αρμονικός 2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάποιον ή με κάτι («ὁ βίος σύμφωνος τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»