Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οδοδείχτης

См. также в других словарях:

  • οδοδείχτης — ο σήμα σε διασταύρωση δρόμων που δείχνει την κατεύθυνση της θέσης χωριών ή πόλεων και την απόστασή τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οδοδείκτης — και οδοδείχτης, ο (Μ ὁδοδείκτης) νεοελλ. πινακίδα σε διασταύρωση οδών που δείχνει τις κατευθύνσεις και τις χιλιομετρικές αποστάσεις προς τα πλησιέστερα κατοικημένα σημεία μσν. αυτός που προπορεύεται και δείχνει τον δρόμο, ο οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»