Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ξυνεμετρήσαντο

См. также в других словарях:

  • ξυνεμετρήσαντο — συμμετρέω measure jointly aor ind mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμετρώ — συμμετρῶ, έω, ΝΜΑ [σύμμετρος] 1. μετρώ κάτι από κοινού με κάποιον ή μαζί με κάτι άλλο 2. προσδιορίζω την αναλογία ενός πράγματος σε σχέση με κάτι άλλο, μετρώ κάτι συγκριτικά με κάτι άλλο αρχ. (μέσ. και παθ.) συμμετροῡμαι, έομαι α) συμπεραίνω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»