Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ξινίζω

  • 1 ξινίζω

    1. μετ.
    1) делать кислым; добавлять уксус, приправлять уксусом; 2) делать кислым, портить (вино, продукты);

    ξινί3) заквашивать;

    2. αμετ.
    1) скисать, прокисать; 2) кислить, иметь кислый вкус; 3) перен. киснуть, хмуриться, сердиться;

    ο καιρός τα ξινίζει — погода портится, небо хмурится;

    § τα ξινίσαμε — мы поссорились;

    ξινίζω τα μούτρα μου — делать кислое лицо;

    ξινίζομοι — досадовать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ξινίζω

  • 2 μούτρο

    τό
    1) груб. лицо; рожа, морда;

    θα σού σπάσω τα μούτρα — я тебе набью морду;

    2) (противная) морда (о человеке);

    § κατεβασμένα ( — или κρεμασμένα) μούτρα — надутая, постная физиономия;

    ξινισμένα μούτρα — кислое лицо, кислая рожа;

    ξινίζω ( — или στραβώνω) τα μούτρα μου — корчить кислую рожу;

    κάνω μούτρα — притворяться недовольным, сердитым;

    μας κάνει ( — или κρεμάει) μούτρα — он дуется на нас;

    κατεβάζω ( — или κρεμάω) τα μούτρα μου — а) повесить нос; — б) опустить голову (в знак вины); — в) дуться (на кого-л.);

    έχει μούτρα και μιλάει ακόμα — он ещё смеет говорить;

    παίρνω τα μούτρα μου — а) почувствовать себя неловко; — б) осмеливаться, набираться храбрости, наглости;

    δεν είναι γιά τα μούτρα σου — это не для таких, как ты, это не про вас;

    πέφτω ( — или ρίχνομαι) με τα μούτρα σε... — а) с головой окунуться, уходить в...; — б) наброситься (на еду и т. п.);

    με τί μούτρα να παρουσιαστώ μπροστά του — или δεν 2χω μούτρα να τον ιδώ — какими глазами я буду смотреть на него;

    μούτρα γιά σιδέρωμα! — бесстыжая рожа!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μούτρο

См. также в других словарях:

  • ξινίζω — ξινίζω, ξίνισα, ξινισμένος βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξινίζω — [ξινός] 1. (ιδίως για εδώδιμα και για κρασί) καθιστώ κάτι ξινό, προσδίδω σε κάτι ξινή γεύση, αλλοιώνω (α. «η ζέστη ξινίζει τα φαγητά» β. «το σάπιο βαρέλι μού ξίνισε το κρασί») 2. αποκτώ ξινή γεύση ως αποτέλεσμα τής αλλοίωσης που υφίσταμαι,… …   Dictionary of Greek

  • ξινίζω — ξίνισα, ξινίστηκα, ξινισμένος 1. μτβ., κάνω κάτι ξινό. 2. για κρασί, μεταβάλλω σε ξίδι: Αυτό το βαρέλι μάς το ξίνισε το κρασί. 3. αμτβ., γίνομαι ξινός, μεταβάλλομαι σε ξίδι. 4. το μέσ., ξινίζομαι νιώθω έντονα τη γεύση του ξινού. 5. μτφ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παροξίζω — Α ξινίζω λίγο, είμαι υπόξινος, έχω λίγη ξινάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀξίζω «ξινίζω»] …   Dictionary of Greek

  • αδρίζω — [αδρός] 1. γίνομαι τραχύς, σκληραίνομαι, σκληραίνω 2. γίνομαι ξινός, ξινίζω …   Dictionary of Greek

  • εξοξύνομαι — ἐξοξύνομαι (Α) [οξύνομαι] (για κρασί) ξινίζω …   Dictionary of Greek

  • μούτρο — το (Μ μοῡτρο και μοῡτρον) συν. στον πληθ. τα μούτρα το πρόσωπο, η όψη τού ανθρώπου, η μορφή, η φάτσα («πλύνε τα μούτρα σου») νεοελλ. 1. μτφ. α) ανήθικος άνθρωπος, κατεργάρης, φαύλος («είναι αυτός ένα μούτρο») β) δύστροπος 2. φρ. α) «με τί μούτρα… …   Dictionary of Greek

  • ξίνισμα — το [ξινίζω] 1. αλλοίωση τών τροφών ή τών ποτών που έχει ως αποτέλεσμα την απόκτηση ξινής γεύσης 2. τοποθέτηση λαχανικών μέσα σε ξίδι με σκοπό τη συντήρηση τους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα …   Dictionary of Greek

  • ξιδιάζω — 1. παρασκευάζω κάτι με ξίδι, βάζω κάτι στο ξίδι, τό κάνω ξινό, τού προσδίδω ξινή γεύση 2. (για κρασί) αλλοιώνομαι, ξινίζω, γίνομαι ξίδι («το κρασί ξίδιασε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίδι. Η γρφ. ξειδιάζω είναι εσφ. (βλ. λ. ξίδι)] …   Dictionary of Greek

  • οξίζω — ὀξίζω και ὀξύζω (ΑΜ) [όξος] 1. (ιδίως για κρασί) έχω τη γεύση ή τη μυρωδιά ξιδιού, έχω ξινάδα, ξινίζω 2. επεξεργάζομαι κάτι με την προσθήκη ξιδιού («πόδας χοίρου ὀξίσας», Βί. Αισ.) …   Dictionary of Greek

  • οξινίζω — [όξινος] 1. ξινίζω, καθιστώ κάτι ξινό 2. γίνομαι ξινός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»