Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ξεχνώ

  • 1 забыть

    -буду, -будешь, προστκ. ;забуць, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забытый, βρ: -быт, -а, -о
    ρ.σ,
    1. λησμονώ, ξεχνώ•

    забыть номер телефона ξεχνώ τον αριθμό του τηλεφώνου•

    -дем прошлое λήθη στο παρελθόν•

    вы нас совсем -ли εσείς μας! ξεχάσατε τελείως.

    2. παραμελώ, αφήνω χωρίς επίβλεψη.
    εκφρ.
    забыл дорогу куда – ξέχασα το δρόμο για κάπου (έπαυσα να μεταβαίνω κάπου)•
    забыл думать – έπαψα να σκέφτομαι (δε με ενδιαφέρει)•
    забыть чью ή какую хлеб-соль – ξεχνώ το καλό που μου έκανε (είμαι αγνώμονας)•
    не забыть – α) «кого» δεν ξεχνώ κάποιον (για αμοιβή)• β) «кому-чего» δεν ξεχνώ κάποιον, δεν συγχωρώ•
    себя не забыть – δεν ξεχνώ τον εαυτό μου (προκειμένου για κέρδος, όφελος)•
    что я -был? (тамκ.τ.τ.) τι δουλειά έχω εγώ εκεί; τι να κάνω εκεί;
    1. κοιμούμαι λιγάκι, με παίρνει λίγο ο ύπνος.
    2. ξεχνιέμαι, αφαιρούμαι.
    3. παραφέρομαι, εξοργίζομαι. || εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι, εκτραχηλίζομαι.
    4. λησμονώ, ξεχνώ.

    Большой русско-греческий словарь > забыть

  • 2 забыть

    забыть ξεχνώ, λησμονώ вы ничего не \забытьли? μήπως ξεχάσατε τίποτα;
    * * *
    ξεχνώ, λησμονώ

    вы ничего́ не забы́ли? — μήπως ξεχάσατε τίποτα

    Русско-греческий словарь > забыть

  • 3 разучиваться

    разучиваться, разучиться ξεμαθαίνω, ξεσυνηθίζω· ξεχνώ (забыть)
    * * *
    = разучиться
    ξεμαθαίνω, ξεσυνηθίζω; ξεχνώ ( забыть)

    Русско-греческий словарь > разучиваться

  • 4 отвлекаться

    отвлекать||ся
    1. ἀποσπῶμαι, ξεχνῶ, ἀφαι-ροϋμαι:
    \отвлекатьсяся от работы ἀποσπῶμαι ἀπό τήν ἐργασία μου· \отвлекатьсяся от мысли ξεχνῶ τήν σκέψη·
    2. филос. ἀφαιρούμαι.

    Русско-новогреческий словарь > отвлекаться

  • 5 разучиться

    ξεμαθαίνω
    ξεχνώ (αυτό που ήξερα)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разучиться

  • 6 вылетать

    вылетать
    несов, вылететь сов
    1. πετῶ/ ἀναχωρώ μέ τό ἀεροπλάνο, ἀφίπτα-μαι (на самолете)·
    2. (стремительно выходить, выезжать) πετιέμαι ἔξω:
    он пу́лей вылетел из комнаты πετάχτηκε ἔξω ἀπό τό δωμάτιο σάν σίφουνας· ◊ \вылетать из головы ξεχνῶ, λησμονώ ἐντελώς κάτι· вылететь в трубу́ φαλλίρησε, χρεωκόπη-σε· \вылетать из института (с работы) разг μέ διώχνουν ἀπό τή σχολή (από τή δουλειά).

    Русско-новогреческий словарь > вылетать

  • 7 выпускать

    выпускать
    несов
    1. ἀφήνω, ἀφήνω νά βγῆ, ἀπολύω, ἀμολλάω/ χύνω (жидкость)! βγάζω (воздух):
    \выпускать на свободу ἀφήνω ἐλεύθερο·
    2. (учеников, специалистов) προετοιμάζω, ἐκπαιδεύω, ἐτοιμάζω·
    3. (из текста) ἀφαιρώ, παραλείπω·
    4. эк. ἐκδίδω (заем и т. ἡ.)/ παράγω, κατασκευάζω (тозары, продукцию):
    \выпускать деньги ἐκδίδω χαρτονομίσματά \выпускать товары на рынок βγάζω ἐμπορεύματα στήν ἀγορά·
    5. (из печати) δημοσιεύω, ἐκδίδω·
    6. (удлинять) μακραίνω, ἐπιμηκύνω· ◊ \выпускать из виду ἀφήνω νά μοῦ διαφύγει κάτι, λησμονώ, ξεχνώ.

    Русско-новогреческий словарь > выпускать

  • 8 забывать

    забыва||ть
    несов ξεχνώ, λησμονώ, (παρ)αμελώ.

    Русско-новогреческий словарь > забывать

  • 9 забываться

    забыва||ться
    1. (впадать в сонное состояние) χάνω τίς αἰσθήσεις μου / τόν παίρνω ἐλαφρά, ἀποκοιμιέμαι, λαγοκοι-μιέμαι (дремать)·
    2. (замечтаться) ρεμβάζω, ὁνειροπολώ·
    3. (переходить границы дозволенного) ξεχνώ ποῦ βρίσκομαι, παρεκτρέπομαι, ξεπερνώ τά ὀρια:
    не \забыватьсяйтесь! μήν παρεκτρέπεστε!

    Русско-новогреческий словарь > забываться

  • 10 задевать

    задевать I
    несов
    1. (касаться) ἀγγίζω, ἀκουμπώ κάτι κάποιον, θίγω, ἀγγίζω·
    2. перен (затрагивать) θίγω, προσβάλλω:
    \задевать самолюбие θίγω κάποιον στό φιλότιμο· \задевать чьи́-л. интересы θίγω τά συμφέροντα κάποιου· \задевать кого-л. πειράζω πολύ, συγκινώ βαθειά.
    задевать II
    сов разг χώνω, βάζω (засунуть)! βάζω, ξεχνώ ποῦ τό βάζω κάτι (затерять).

    Русско-новогреческий словарь > задевать

  • 11 запамятовать

    запамятовать
    сов разг ξεχνώ, λησμονώ·

    Русско-новогреческий словарь > запамятовать

  • 12 затерять

    затерять
    сов χάνω, ξεχνώ ποῦ ἐβαλα.

    Русско-новогреческий словарь > затерять

  • 13 позабывать

    позабывать
    несов, позабыть сов разг ξεχνώ, λησμονώ.

    Русско-новогреческий словарь > позабывать

  • 14 разучиваться

    разучиваться
    несов ξεμαθαίνω, ξεσυνη-θίζω, ξεχνώ.

    Русско-новогреческий словарь > разучиваться

  • 15 забывать

    [ζαμπυβάτ'] ρ. ξεχνώ, λησμονώ

    Русско-греческий новый словарь > забывать

  • 16 забывать

    [ζαμπυβάτ'] ρ ξεχνώ, λησμονώ

    Русско-эллинский словарь > забывать

  • 17 архив

    α.
    αρχείο•

    архив иностранных дел αρχείο του υπουργείου των εξωτερικών.

    || αρχειοφυλάκιο.
    εκφρ.
    сдавать в - – παραδίνω στη λήθη, ρίχνω το σάβανο της λήθης, λησμονώ, ξεχνώ.

    Большой русско-греческий словарь > архив

  • 18 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 19 вон

    επίρ.
    έξω•

    выгнать вон διώχνω έξω, εκδιώκω•

    вывести вещи вон βγάζω τα πράγματα ε’ξω•

    вон отсюда! εξ’ απ’ εδώ!

    εκφρ.
    из головы (из ума, из памяти) вон – ξεχνώ, λησμονώ, διαφεύγει τη μνήμη μου.
    μόριο
    1. (για μακρινά αντικείμενα) να (ιδού)•

    вон он идет να τος έρχεται•

    вон одна звездочка να ένα αστεράκι.

    2. με δεικτ. αντωνυμία και επίρρημα δηλώνει: ακρίβεια• να•

    вон туда надо идти να εκεί πρέπει να πας.

    3. (επιτακτικό) υα και•

    вон какой образованный! να κι ένας μορφωμένος!

    εκφρ.
    вон что – να τι, ωρίστε•
    вон как – ωρίστε, να πως.

    Большой русско-греческий словарь > вон

  • 20 выбросить

    -ошу, -осишь, προστκ. выбрось, κ. выброси, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выброшенный, βρ: -шен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ έξω•

    он -ил окурок в окно αυτός πέταξε τη γόπα έξω από το παράθυρο•

    выбросить мусор πετώ έξω τα σκουπίδια.

    || μτφ. διαγράφω, σβήνω, περικόπτω, απορρίπτω•

    в цензуре -ли основное η λογοκρισία απέρριψε το βασικό.

    || μτφ. σπαταλώ, ξοδεύω, δαπανώ άσκοπα, σκορπώ•

    выбросить зря деньги σπαταλώ τα χρήματα•

    выбросить на ветер сто рублей σκορπίζω στον αέρα (εξανεμίζω) εκατό ρούβλια.

    2. προτείνω, προβάλλω, τεντώνω, τινάζω•

    выбросить руку вправо τεντώνω το χέρι δεξιά•

    -винтовку выбросить προτείνω το τουφέκι.

    3. προπέμπω, προαποστέλλω, εξαποστέλλω.
    4. αναδίδω, εκφύω, βλαστίζω.
    5. βγάζω, ρίχνω•

    выбросить товары на рынок ρίχνω εμπορεύματα στην αγορά.

    εκφρ.
    выбросить из головы, сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι (νου), την καρδιά, τη μνήμη (ξεχνώ)•
    -лозунг ή призыв – ρίχνω σύνθημα•
    выбросить на улицу – α) ρίχνω, πετώ στο δρόμο, διώχνω από το σπίτι, β) στερώ των μέσων ύπαρξης, πετώ στο δρόμο.
    ρίχνομαι, πηδώ κάτω•

    он -ился из окна αυτός ρίχτηκε (έπεσε) κάτω από το παράθυρο.

    || εξοκέλλω• προσαράσσω. || ξεσπώ, βγαίνω, πετάγομαι απότομα, με δύναμη (για καπνό, φλόγα, νερό κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > выбросить

См. также в других словарях:

  • ξεχνώ — και ξεχάνω ξέχασα, ξεχάστηκα, ξεχασμένος 1. παύω να θυμάμαι κάτι: Μην το πιεις κι ολότελα, κι αιώνια μας ξεχάσεις (Παλαμάς). 2. το μέσ., ξεχνιέμαι και ξεχνιούμαι αφαιρούμαι, δεν έχω συνειδητή αντίληψη των γύρω μου: Συχνά ξεχνιέται κοιτάζοντας την …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεχνώ — ξεχνάω / ξεχνώ, ξέχασα βλ. πίν. 68 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεχνώ — άω και ξεχάνω 1. παύω να θυμάμαι κάτι, λησμονώ κάτι (α. «έχω ξεχάσει το όνομά του» β. «ξέχασα να τού τηλεφωνήσω») 2. γίνομαι αφηρημένος 3. μέσ. ξεχνιέμαι και ξεχνιούμαι χάνω την αίσθηση τού χώρου και τού χρόνου, δεν αντιλαμβάνομαι τί συμβαίνει… …   Dictionary of Greek

  • ξεσυνηθίζω — ξεχνώ μια συνήθεια μου, ξεμαθαίνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • αποξεχνώ — κ. ξεχάνω 1. ξεχνώ εντελώς, λησμονώ ολότελα 2. (αποξεχνιέμαι κ. ιούμαι) ξεχνώ τον εαυτό μου, φτάνω ως την τέλεια αφηρημάδα …   Dictionary of Greek

  • λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • μετεπιλανθάνομαι — (Μ) ξεχνώ, λησμονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐπι λανθάνομαι «ξεχνώ, λησμονώ»] …   Dictionary of Greek

  • List of national mottos — This page lists state and national mottos for the world s nations. The mottos for some states lacking general international recognition, extinct states, non sovereign nations and territories are listed, but their names are not bolded. A state… …   Wikipedia

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»