-
1 ξεφορτώνω
[ксэфоргоно] р. разгружать, выгружать, {пав.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξεφορτώνω
-
2 сгружать
ξεφορτώνω, εκφορτώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сгружать
-
3 разгружать
1. (груз) εκφορτώνω, ξεφορτώνω 2. (содержимое) εκφορτώνω, εκρέω, εκκενώνω, αδειάζω 3. (сваливать, вываливать) ξεφορτώνω 4. (программу, работу) ελαφρύνω, ελαφρώνω, ξελαφρώνω, αδειάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разгружать
-
4 разгружать
-
5 выгрузить
-ужу, -узишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выгруженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.ξεφορτώνω, εκφορτώνω•выгрузить товары ξεφορτώνω εμπορεύματα.
1. αποβιβάζομαι•военный отряд -лся το στρατιωτικό τμήμα αποβιβάστηκε.
2. ξεφορτώνομαι, εκφορτώνομαι•судно –лось у пристани το σκάφος ξεφορτώθηκε στην αποβάθρα.
-
6 развьючить
-
7 разгрузить
-ужу, -узишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разгруженный, βρ: -жен, -а, -о κ. разгруженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ.1. ξεφορτώνω, εκφορτώνω•разгрузить пароход ξεφορτώνω το ατμόπλοιο.
2. μτφ. ξαλαφρώνω, ανακουφίζω• απαλλάσσω (από το καταθλιπτικό βάρος).1. ξεφορτώνομαι, εκφορτώνομαι.2. μτφ. ανακουφίζομαι, ξαλαφρώνω• απαλλάσσομαι. -
8 выгружать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выгружать
-
9 выпускать
1. (давать выход воздуху, газу и т.п.) βγάζω, εκλύω, απελευθερώνω 2. (опорожнять, выбрасывать) αδειάζω, εκφορτώνω, ξεφορτώνω 3. (товары, продукцию) παράγω, κατασκευάζω 4. эк. εκδίδω 5. (издавать, опубликовывать) εκδίδω, δημοσιεύω б.(освобождать) αφήνω, βγάζω, ελευθερώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выпускать
-
10 отгрузить
1. (погрузив, отправить) φορτώνω και αποστέλλω 2. (снять часть груза, перегрузить часть груза куда-л.) εκφορτώνω, ξεφορτώνω (ένα μέρος του φορτίου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отгрузить
-
11 сбрасывать
1. (разгружать) ξεφορτώνω 2. (вызывать уменьшение чего-л.) βγάζω, μειώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сбрасывать
-
12 спускать
1. (перемещать сверху вниз) κατεβάζω 2. (выпускать, сбрасывать, разгружать) βγάζω, αδειάζω, ξεφορτώνω 3. (по лотку, желобу) εκφορτώνω, κατεβάζω 4. (судно, катер и т.п. на воду) καθελκύω, καθελκώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спускать
-
13 выгружать
-
14 выгружать
выгружатьнесов, выгрузить сов ξεφορτώνω, ἀδειάζω, ἐκφορτώνω/ ξεμπαρ-κάρω (судно). -
15 отгружать
отгружатьнесов, отгрузить сов1. (отправлять) φορτώνω καί στέλνω·2. (разгружать) ξεφορτώνω, ἐκφορτώ, ἐκφορτώνω (ἔνα μέρος τοῦ φορτίου). -
16 разгружать
разгружатьнесов, разгрузить сов1. ξεφορτώνω, ἐκφορτώνω·2. перен (кого-либо от чего-л.) ἀνακουφίζω, ἀπαλάσσω. -
17 сгружать
сгружатьнесов, сгрузить сов ξεφορτώνω, ἐκφορτώνω. -
18 слагать
слагатьнесов1. (снимать) ἀποθέτω, ἀφήνω/ ξεφορτώνω (груз, вещи)·2. перен (вину, полномочия и т. п.) ἀποθέτω:\слагать с себя ответственность ἀπεκδύομαι τήν εὐθύνην3. (сочинять \слагать песню и т. п.) συνθέτω. -
19 выгружать
[βύγκρουζατ'] ρ. ξεφορτώνω -
20 отгружать
[ατγκρουζάτ'] ρ. ξεφορτώνω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ξεφορτώνω — ξεφορτώνω, ξεφόρτωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεφορτώνω — 1. αφαιρώ το φορτίο από κάποιον ή από κάτι 2. αποβάλλω το φορτίο μου, εκφορτώνομαι («πότε θα ξεφορτώσει το καράβι;») 3. μέσ. ξεφορτώνομαι α) απαλλάσσομαι από το φορτίο μου β) γλυτώνω από κάποιον ή κάτι ενοχλητικό 4. φρ. «ξεφόρτωνέ με» ή… … Dictionary of Greek
ξεφορτώνω — ξεφόρτωσα, ξεφορτώθηκα, ξεφορτωμένος 1. μτβ., απαλλάσσω κάποιον από το φορτίο του: Παιδιά μην ξεφορτώνετε τα έρημα μουλάρια (δημ. τραγ.). 2. αμτβ., αποβάλλω το φορτίο μου: Αύριο ξεφορτώνει το καράβι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκφορτώνω — και ξεφορτώνω και εκφορτώ ( όω) (Μ ἐκφορτῶ) βγάζω στην ξηρά φορτίο ή επιβάτες πλοίου νεοελλ. 1. (αμτβ.) (για πλοίο) απαλλάσσομαι από το φορτίο μου («το πλοίο δεν ξεφόρτωσε ακόμα») 2. γεν. ξεφορτώνω … Dictionary of Greek
απονέω — ἀπονέω (Α) 1. ξεφορτώνω 2. ( ομαι) απορρίπτω βάρος από πάνω μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + νέω (III), ενεστ. μόνο σε σύνθετο με σημ. «συσσωρεύω, φορτώνω»] … Dictionary of Greek
αποστοιβάζω — 1. στοιβάζω εντελώς συμπιέζω 2. αποχωρίζω τα στοιβαγμένα 3. ξεφορτώνω στο λιμάνι το φορτίο πλοίου … Dictionary of Greek
αποφορτώνω — (Μ ἀποφορτώνω) απαλλάσσω από το φορτίο, ξεφορτώνω νεοελλ. τελειώνω το φόρτωμα … Dictionary of Greek
εκβιβάζω — ἐκβιβάζω (AM) εκτελώ δικαστική απόφαση αρχ. 1. αναγκάζω κάτι που κινείται ν αλλάξει την πορεία του, ιδίως εκτρέπω ποταμό από την κοίτη του 2. φέρνω κάτι στο τέρμα 3. παρασύρω 4. (για πλοίο) αποβιβάζω, ξεφορτώνω 5. αναγκάζω κάποιον να πάρει μέρος… … Dictionary of Greek
εκπορίζω — (AM ἐκπορίζω) 1. επινοώ 2. προμηθεύω, χορηγώ αρχ. 1. βρίσκω τα μέσα για τη ζωή 2. ξεφορτώνω … Dictionary of Greek
εκφορτίζομαι — (Α ἐκφορτίζομαι) απαλλάσσομαι από τη φόρτιση, από το φορτίο αρχ. 1. πουλιέμαι για εξαγωγή 2. μτφ. προδίνομαι, απάγομαι 3. ενεργ. εκφορτίζω ξεφορτώνω από το πλοίο … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek