Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ξεφορτώνω

См. также в других словарях:

  • ξεφορτώνω — ξεφορτώνω, ξεφόρτωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεφορτώνω — 1. αφαιρώ το φορτίο από κάποιον ή από κάτι 2. αποβάλλω το φορτίο μου, εκφορτώνομαι («πότε θα ξεφορτώσει το καράβι;») 3. μέσ. ξεφορτώνομαι α) απαλλάσσομαι από το φορτίο μου β) γλυτώνω από κάποιον ή κάτι ενοχλητικό 4. φρ. «ξεφόρτωνέ με» ή… …   Dictionary of Greek

  • ξεφορτώνω — ξεφόρτωσα, ξεφορτώθηκα, ξεφορτωμένος 1. μτβ., απαλλάσσω κάποιον από το φορτίο του: Παιδιά μην ξεφορτώνετε τα έρημα μουλάρια (δημ. τραγ.). 2. αμτβ., αποβάλλω το φορτίο μου: Αύριο ξεφορτώνει το καράβι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκφορτώνω — και ξεφορτώνω και εκφορτώ ( όω) (Μ ἐκφορτῶ) βγάζω στην ξηρά φορτίο ή επιβάτες πλοίου νεοελλ. 1. (αμτβ.) (για πλοίο) απαλλάσσομαι από το φορτίο μου («το πλοίο δεν ξεφόρτωσε ακόμα») 2. γεν. ξεφορτώνω …   Dictionary of Greek

  • απονέω — ἀπονέω (Α) 1. ξεφορτώνω 2. ( ομαι) απορρίπτω βάρος από πάνω μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + νέω (III), ενεστ. μόνο σε σύνθετο με σημ. «συσσωρεύω, φορτώνω»] …   Dictionary of Greek

  • αποστοιβάζω — 1. στοιβάζω εντελώς συμπιέζω 2. αποχωρίζω τα στοιβαγμένα 3. ξεφορτώνω στο λιμάνι το φορτίο πλοίου …   Dictionary of Greek

  • αποφορτώνω — (Μ ἀποφορτώνω) απαλλάσσω από το φορτίο, ξεφορτώνω νεοελλ. τελειώνω το φόρτωμα …   Dictionary of Greek

  • εκβιβάζω — ἐκβιβάζω (AM) εκτελώ δικαστική απόφαση αρχ. 1. αναγκάζω κάτι που κινείται ν αλλάξει την πορεία του, ιδίως εκτρέπω ποταμό από την κοίτη του 2. φέρνω κάτι στο τέρμα 3. παρασύρω 4. (για πλοίο) αποβιβάζω, ξεφορτώνω 5. αναγκάζω κάποιον να πάρει μέρος… …   Dictionary of Greek

  • εκπορίζω — (AM ἐκπορίζω) 1. επινοώ 2. προμηθεύω, χορηγώ αρχ. 1. βρίσκω τα μέσα για τη ζωή 2. ξεφορτώνω …   Dictionary of Greek

  • εκφορτίζομαι — (Α ἐκφορτίζομαι) απαλλάσσομαι από τη φόρτιση, από το φορτίο αρχ. 1. πουλιέμαι για εξαγωγή 2. μτφ. προδίνομαι, απάγομαι 3. ενεργ. εκφορτίζω ξεφορτώνω από το πλοίο …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»