Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ξετυλίγω

  • 1 ξετυλίγω

    ξετυλίζ||ω μετ. развёртывать, раскатывать;
    разматывать; раскручивать; распутывать;

    ξετυλίγω τό δέμα — распаковывать посылку;

    1) — развиваться, разворачиваться;

    2) разматываться, раскручиваться, развёртываться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ξετυλίγω

  • 2 ξετυλίγω

    [ксэтилиго] р. развёртывать, разворачивать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξετυλίγω

  • 3 ξετυλίγω

    [ксэтилиго] ρ развёртывать, разворачивать.

    Эллино-русский словарь > ξετυλίγω

  • 4 разматывать

    ξετυλίγω, εκτυλίσσω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разматывать

  • 5 развернуть

    развернуть, развёртывать 1) ανοίγω· ξετυλίγω, ξεδιπλώνω (что-л. скатанное)' \развернуть газету ανοίγω την εφημερίδα 2) перен. αναπτύσσω, εξελίσσω \развернуться ξετυλίγομαι
    * * *
    = развёртывать
    1) ανοίγω; ξετυλίγω, ξεδιπλώνω (что-л. скатанное)

    разверну́ть газе́ту — ανοίγω την εφημερίδα

    2) перен. αναπτύσσω, εξελίσσω

    Русско-греческий словарь > развернуть

  • 6 разворачивать

    разворачивать
    несов
    1. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω/ ἀνοίγω (раскрывать):
    \разворачивать ковер ξετυλίγω τό χαλί· \разворачивать знамя ξεδιπλώνω τή σημαία· \разворачивать пакет ἀνοίγω τό δέμα-·
    2. перен ἀναπτύσσω, ἐξελίσσω:
    \разворачивать социалистическое соревнование ἀναπτύσσω τήν σοσιαλιστική ἀμιλλα·
    3. воен. (в боевой порядок) ἀναπτύσσω, παρατάσσω:
    \разворачивать колонну παρατάσσω τήν φάλαγγα· \разворачивать войска ἀναπτύσσω στρατεύματα·
    4. (машину и т. ἡ.) σπάζω, χαλ(ν)ῶ, ἀνακατεύω.

    Русско-новогреческий словарь > разворачивать

  • 7 раскатывать

    раскатывать
    несов
    1. (разворачивать) ξετυλίγω, ἐκτυλίσσω:
    \раскатывать ковер ξετυλίγω τό χαλί·
    2. (тесто) ἀνοίγω φύλλα ἀπό ζυμάρι, πλάθω·
    3. (в автомобиле, экипаже и т. п.) разг κάνω βόλτες μέ τ· ἀμάξι.

    Русско-новогреческий словарь > раскатывать

  • 8 раскрутить

    раскрутить
    сов, раскручивать несов ξεστρίβω, ξετυλίγω, ἐκστρέφω, ἐκτυλίσσω:
    \раскрутить веревку ξετυλίγω τό σχοινί \раскрутиться ξε-στρίβομαι, ξετυλίγομαι, ἐκτυλίσσομαι.

    Русско-новогреческий словарь > раскрутить

  • 9 отпутать

    ρ.σ.μ. ξετυλίγω, εκτυλίσσω•

    вервку ξετυλίγω την τριχιά.

    Большой русско-греческий словарь > отпутать

  • 10 развернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ξετυλίγω• ξεδιπλώνω• αναπτύσσω• απλώνω•

    бумагу, ковр ξετυλίγω το χαρτί, το χαλί•

    развернуть знамя ξεδιπλώνω τη σημαία•

    деревья -ли почки τα δέντρα έβγαλαν μπουμπούκια (μπουμπούκιασαν).

    || ανοίγω•

    развернуть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    развернуть салфетку ανοίγω (ξεδιπλώνω) το πετσετάκι•

    развернуть паруса ανοίγω τα πανιά (ιστία).

    2. ισάζω, ισώνω, κάνω ευθύ•

    развернуть плечи ισώνω τους ώμους.

    3. (στρατ.) αναπτύσσω• παίρνω διατάξεις μάχης•

    развернуть колонну при наступлении αναπτύσσω τη φάλαγγα σε διάταξη επίθεσης.

    4. (στρατ.) μετασχηματίζω, μετατρέπω•

    развернуть бригаду в дивизию μετασχηματίζω την ταξιαρχία σε μεραρχία.

    5. δημιουργώ, φτιάχνω πρόχειρα.
    6. μτφ. αυξαίνω, μεγαλώνω•

    развернуть все свои силы αναπτύσσω όλες τις δυνάμεις μου•

    он блестяще -ул свой талант αυτός λαμπρά ανέπτυξε το ταλέντο του•

    развернуть социалистическое соревнование αναπτύσσω πλέρια τη σοσιαλιστική άμιλλα.

    7. μτφ. εκθέτω λεπτομερώς•

    развернуть план αναπτύσσω λεπτομερώς το σχέδιο.

    1. ξετυλίγομαι• ξεδιπλώνομαι. || ανοίγομαι (στον αέρα). || ανοίγομαι, χωρίζω•

    книга -лась в ин-терсном месте το βιβλίο άνοιξε σε ενδιαφέρον μέρος (σελίδα)•

    покупки -лись τα ψώνια ανοίχτηκαν.

    2. (στρατ.) μετασχηματίζομαι, μετατρέπομαι•

    полк -лся в бригаду το σύνταγμα μετασχηματίστηκε σε ταξιαρχία.

    3. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι, ξανοίγομαι• αναπτύσσομαι.
    4. μτφ. προβάλλω, εμφανίζω, δείχνω (τον εαυτό μου, δυνάμεις μου, ικανότητες κ.τ.τ.).
    φέρνομαι ελεύθερα, ξανοίγομαι, δε συστέλλομαι.
    5. αναπτύσσομαι πολύ.
    6. στρίβω, στρέφω, κάνω στροφή, γυρίζω.
    7. (απλ.) βλ. размахнуться.

    Большой русско-греческий словарь > развернуть

  • 11 размотать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. размотанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. ξετυλίγω•

    размотать клубок ξετυλίγω το κουβάρι.

    2. μτφ. ξεμπλέκω, αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, φανερώνω.
    ξετυλίγομαι.
    ρ.σ.μ. ξοδεύω άσκοπα, σπαταλώ.

    Большой русско-греческий словарь > размотать

  • 12 раскатать

    ρ.σ.μ.
    1. ξετυλίγω, εκτυλίσσω, απλώνω κυλώντας•

    раскатать ковер ξετυλίγω το χαλί.

    2. κυλώ•

    раскатать брвна κυλώ κορμούς δέντρων.

    || ισιώνω, ομαλύνω, κυλινδώ, κυλινδρώ•

    раскатать бель κυλινδρώ τα ρούχα.

    || γλιστραίνω, κάνω γλιστερό.
    4. πλάθω• λεπτύνω•

    раскатать тесто πλάθω το ζυμάρι.

    5. συντρίβω. || μαλώνω• κατακρίνω.
    1. ξετυλίγομαι, εκτυλίσσομαι• απλώνομαι.
    2. πλάθομαι• λεπτύνομαι. || κάνω βόλτες με μεταφορικό μέσο.

    Большой русско-греческий словарь > раскатать

  • 13 развёртывать

    1. (обрабатывать отверстия с помощью развёртки) διευρύνω τις οπές (με ραιμπλα) 2. (что-л. завёрнутое) εκτυλίσσω, ξετυλίγω 3. (раскатывать, напр. рулон) εκτυλίσσω 4. (давать чему-л. широкое развитие) αναπτύσσω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > развёртывать

  • 14 раскатать

    1. (развернуть что-л. скатанное) ξετυλίγω, εκτυλίσσω, ανοίγω 2. (катая, сделать тонким, плоским) ανοίγω, κάνω πιο λεπτό (π.χ. τη ζύμη).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раскатать

  • 15 раскручивать

    1. (придавать чему-л. сильное вращательное движение) δίνω στροφές 2. (крутя, развить что-л. скрученное) εκτυλίσσω, ξετυλίγω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раскручивать

  • 16 развивать

    развива||ть
    несов
    1. (раскручивать) ξετυλίγω, ἐκτυλίσσω·
    2. (увеличивать, усиливать) ἀναπτύσσω/ ἐξελίσσω (эволюционировать):
    \развивать память ἀναπτύσσω τό μνημονικό· \развивать мысль ἀναπτύσσω τήν ιδέα· \развивать промышленность ἀναπτύσσω τήν βιομηχανία· \развивать скорость ἀναπτύσσω ταχύτητα· \развивать наступление воен. ἀναπτύσσω τήν ἐπίθεση.

    Русско-новогреческий словарь > развивать

  • 17 разматывать

    разматывать
    несов ξετυλίγω/ ξεμπλέκω, ξεκουβαριάζω (распутывать)/ λύνω (бинт и т. п.).

    Русско-новогреческий словарь > разматывать

  • 18 uncoil

    (to straighten from a coiled position: The snake uncoiled (itself).) ξετυλίγω, ξετυλίγομαι

    English-Greek dictionary > uncoil

  • 19 unfold

    1) (to open and spread out (a map etc): He sat down and unfolded his newspaper.) ξεδιπλώνω, ξετυλίγω
    2) (to (cause to) be revealed or become known: She gradually unfolded her plan to them.) αποκαλύπτω, αναπτύσσω

    English-Greek dictionary > unfold

  • 20 unroll

    (to open from a rolled position: He unrolled the mattress.) ξετυλίγω

    English-Greek dictionary > unroll

См. также в других словарях:

  • ξετυλίγω — ξετυλίγω, ξετύλιξα βλ. πίν. 21 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξετυλίγω — ξετύλιξα, ξετυλίχτηκα, ξετυλιγμένος 1. ξεδιπλώνω, ξεκουβαριάζω, ξεμπερδεύω: Ξετυλίγω το χαρτί. – Ξετυλίγω το κουβάρι. – Ξετυλίγω το χαλί. 2. το μέσ., μτφ., ξετυλίγομαι απλώνομαι, εκτείνομαι, συμβαίνω: Τα γεγονότα ξετυλίχτηκαν γρήγορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξετυλίγω — και ξετυλίζω και ξετυλίσσω 1. ξεκουθαριάζω νήμα, εκτυλίσσω 2. ξεδιπλώνω κάτι τυλιγμένο ή συσκευασμένο σε πακέτο, αφαιρώ το περιτύλιγμα («ξετύλιξε το κουτί να δούμε τι έχει μέσα») 3. μέσ. ξετυλίγομαι μτφ. (για οδό, τοπίο, θέαμα ή για… …   Dictionary of Greek

  • ξεκουβαριάζω — ξετυλίγω κουβάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κουβαριάζω (< κουβάρι)] …   Dictionary of Greek

  • αναπηνίζω — (Α ἀναπηνίζομαι) (για νήμα) ξετυλίγω νήμα και, κυρίως, τραβώ την κλωστή τού μεταξοσκώληκα νεοελλ. 1. ξετυλίγω τη μεταξωτή κλωστή από το κουκούλι τού μεταξοσκώληκα και τήν τυλίγω σε μασούρι, μπομπίνα ή ανέμη 2. ξετυλίγω νήμα από μασούρι ή κούκλα… …   Dictionary of Greek

  • ανατυλίσσω — ἀνατυλίσσω (Α) 1. ανοίγω βιβλία διπλωμένα σε σχήμα ειληταρίου, ξεδιπλώνω, ξετυλίγω 2.ξετυλίγω στη μνήμη μου, αναπολώ …   Dictionary of Greek

  • εκτυλίσσω — και ξετυλίγω (AM ἐκτυλίσσω) ξετυλίγω, ξεδιπλώνω αναπτύσσω κάτι τυλιγμένο νεοελλ. μέσ. εκτυλίσσομαι (για αλληλοεξαρτημένα γεγονότα) αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, παρουσιάζω διαδοχικές φάσεις …   Dictionary of Greek

  • ανίλλω — ἀνίλλω (Α) 1. ξετυλίγω 2. μέσ. ἀνίλλομαι α) συστέλλομαι, διστάζω β) υποκρίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ἀν + ἴλλω «περιτυλίσσω, συστέλλομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ανακλώθω — (Α ἀνακλώθω) νεοελλ. κλώθω εκ νέου, ξανακλώθω αρχ. (για τις Μοίρες) ξετυλίγω το νήμα της ζωής κάποιου, μεταβάλλω την τύχη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κλώθω] …   Dictionary of Greek

  • αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό …   Dictionary of Greek

  • αναπτύσσω — (Α ἀναπτύσσω) αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζω νεοελλ. 1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι 3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση 4.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»