-
1 распечатать
распечатать, распечатывать αποσφραγίζω, ξεσφραγίζω; ανοίγω (открыть)* * *= распечатыватьαποσφραγίζω, ξεσφραγίζω; ανοίγω ( открыть) -
2 отпечатывать
отпечатыватьнесов1. (в типографии, тж. фото) (έκ)τυπώνω·2. (на пишущей машинке) γράφω στή γραφομηχανή·3. (оставлять отпечаток, след) ἀποτυπώνω, ἐντυπώνω·4. (снять печати) ἀποσφραγίζω, ξεσφραγίζω:\отпечатывать ко́миату ἀποσφραγίζω δωμάτιο. -
3 распечатать
распечататьсов, распечатывать несов1. (снимать печать) ξεσφραγίζω, βγάζω τήν σφραγίδα, βγάζω τήν βοὔλλά2. (письмо и т. ἡ.) ἀποσφραγίζω / ἀνοίγω (открывать). -
4 распечатать
ρ.σ.μ.1. αποσφραγίζω, ξεσφραγίζω, αφαιρώ τη σφραγίδα. || ανοίγω, ξεκολλώ (επιστολή, πακέτο κ.τ.τ.).2. διαδίδω,γνωστοποιώ με τον τύπο. || μτφ. κυκλοφορώ ψευδεις διαόόσεις, δυσφημώ, αδικοβγάζω• διασύρω• σπιλώνω.ανοίγομαι, ξεκολλώ, αποσφραγίζομαι.
См. также в других словарях:
αποσφραγίζω — (AM ἀποσφραγίζω) ανοίγω κάτι σφραγισμένο, ξεσφραγίζω νεοελλ. ανοίγω έγγραφο, επιστολή μσν. σφραγίζω, κλείνω με τη σφραγίδα (=το σημείο του Σταυρού) αρχ. κλείνω καλά με σφραγίδα, σφραγίζω καλά … Dictionary of Greek