Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ξεσυνηθίζω

  • 1 ξεσυνηθίζω

    [ксэсинитизо] р.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξεσυνηθίζω

  • 2 ξεσυνηθίζω

    [ксэсинитизо] ρ (μτβ) отучать.

    Эллино-русский словарь > ξεσυνηθίζω

  • 3 отвадить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отваженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ. ξεσυνηθίζω, κάνω κάποιον να ξεσυνηθίσει•

    отвадить курения κάνω κάποιον να κόψει το κάπνισμα.

    || αποτρέπω να επικοινωνεί, να συναναστρέφεται κ.τ.τ.
    ξεσυνηθίζω, ξεμαθαίνω κόβω•

    отвадить от курения ξεσυνηθίζω το κάπνισμα.

    Большой русско-греческий словарь > отвадить

  • 4 отвыкать

    отвыкать, отвыкнуть ξεσυνηθίζω
    * * *
    = отвыкнуть

    Русско-греческий словарь > отвыкать

  • 5 разучиваться

    разучиваться, разучиться ξεμαθαίνω, ξεσυνηθίζω· ξεχνώ (забыть)
    * * *
    = разучиться
    ξεμαθαίνω, ξεσυνηθίζω; ξεχνώ ( забыть)

    Русско-греческий словарь > разучиваться

  • 6 отставать

    отстава||ть
    несов
    1. прям.,перен (оставаться позади) μένω πίσω, καθυστερώ, ὑστερώ:
    не \отставатьть от кого-л. прям., перен μένω πίσω, καθυστερώ· \отставатьть от поезда χάνω τό τραίνο· \отставатьть в выполнении пла́на καθυστερώ στήν ἐκπλήρωση τοῦ πλάνου·
    2. перен καθυστερώ, εἶμαι καθυστερημένος:
    \отставатьть в учебе εἶμαι καθυστερημένος στά μαθήματα· \отставатьть в развитии εἶμαι καθυστερημένος στήν ἀνάπτυξη μου· \отставатьть от жизни μένω πίσω ἀπό τήν ζωή·
    3. (отделяться, отваливаться) ἀποκολλῶμαι, ἀποσπῶμαι, ξεκολ-νῶ:
    обои отстают ὁ£ ταπετσαρίες ξεκολ-λοῦν
    4. (о часах) πηγαίνω πίσω·
    5. (отвыкать) уст. ξεσυνηθίζω, ἐγκαταλείπω:
    \отставатьть от привычек ξεσυνηθίζω, κόβω τίς συνήθειες μου·
    6. (переставать надоедать) разг ἀφήνω· ήσυχο, παρατῶ:

    Русско-новогреческий словарь > отставать

  • 7 отучить

    -учу, -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. μ. ξεμαθαί,νω, υποχρεώνω να ξεμάθει, να ξεσυνηθίσει•

    отучить от курения ξεμαθαίνω κάποιον από το να καπνίζει.

    2. τελειώνω τη μάθηση ή τα μαθήματα.
    1. ξεσυνηθίζω, ξεμαθαίνω•

    отучить от курения ξεσυνηθίζω το κάπνισμα.

    2. τελειώνω τη μάθηση ή τα μαθήματα.

    Большой русско-греческий словарь > отучить

  • 8 отвыкать

    отвыкать
    несов, отвыкнуть сов ξεσυ-νηθίζω (άμετ.), ξεμαθαίνω, κόβω (τήν συνήθεια):
    \отвыкать от курения κόβω τό κάπνισμα· \отвыкать от дома ξεσυνηθίζω (или ξεμαθαίνω) τό σπίτι· \отвыкать от плохой привычки κόβω τήν κακή συνήθεια

    Русско-новогреческий словарь > отвыкать

  • 9 get into / out of the way of (doing) something

    (to become accustomed to (not) doing; to get into / out of the habit of doing: They got into the way of waking up late when they were on holiday.) συνηθίζω / ξεσυνηθίζω

    English-Greek dictionary > get into / out of the way of (doing) something

  • 10 get into / out of the way of (doing) something

    (to become accustomed to (not) doing; to get into / out of the habit of doing: They got into the way of waking up late when they were on holiday.) συνηθίζω / ξεσυνηθίζω

    English-Greek dictionary > get into / out of the way of (doing) something

  • 11 get (someone) into

    (to make (a person) start or stop doing (something) as a habit: I wish I could get out of the habit of biting my nails; You must get your children into the habit of cleaning their teeth.) συνηθίζω,ξεσυνηθίζω

    English-Greek dictionary > get (someone) into

  • 12 out of the habit of

    (to make (a person) start or stop doing (something) as a habit: I wish I could get out of the habit of biting my nails; You must get your children into the habit of cleaning their teeth.) συνηθίζω,ξεσυνηθίζω

    English-Greek dictionary > out of the habit of

  • 13 отвыкать

    [ατβυκάτ'] ρ. ξεσυνηθίζω

    Русско-греческий новый словарь > отвыкать

  • 14 отвыкать

    [ατβυκάτ'] ρ ξεσυνηθίζω

    Русско-эллинский словарь > отвыкать

  • 15 отвратить

    -ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвращённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. αποστρέφω, γυρίζω αλλού•

    взоры от неприятного предмета παίρνω το βλέμμα από σιχαμερό αντικείμενο.

    2. εμποδίζω, αποτρέπω, προλαβαίνω αποσοβώ.
    3. παλ. ξεσυνηθίζω, κάνω να ξεσυνηθισει, να κόψει, να διώξει, να παρατήσει.
    4. παλ. βλ. отвращать (2 σημ.).
    παλ. αποστρέφω το πρόσωπο. || μτφ. απεχθάνομαι, σιχαίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отвратить

  • 16 отвыкнуть

    ρ.σ., παρλθ. χρ. отвык
    -ла, -ло (με γεν.).
    1. ξεσυνηθίζω, ξεμαθαίνω, κόβω•

    трудно отвыкнуть от табаку δύσκολο είναι να κόψω το τσιγάρο•

    отвыкнуть от дурной привычки κόβω την κακή συνήθεια•

    отвыкнуть от курения, вина κόβω το κάπνισμα, το κρασί.

    2. ξεκόβω αποξενώνομαι• ξεχνώ•

    отвыкнуть от родителей ξεκόβω από τους γονείς•

    отвыкнуть от дома ξεκόβω από το σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > отвыкнуть

  • 17 отстать

    -стану, -станешь, προστκ. отстань ρ.σ.
    1. μένω πίσω• βραδύνω, αργοπορώ, καθυστερώ. || δε προκάνω, δεν προφτάνω•

    отстать от поезда δεν προκάνω το τρένο.

    2. μένω τελευταίος. || μτφ. υστερώ•

    этот ученик очень -ал αυτός ο μαθητής έμεινε πολύ πίσω (στα μαθήματα)•

    отстать в развитии υστερώ στην ανάπτυξη•

    отстать от жизни μένω πίσω από τη ζωή.

    || πηγαίνω (μένω)•

    часы -ли το ρολάγι έμεινε πίσω.

    3. αποσπώμαι• ξεκολλώ πέφτω•

    штукатура -ла ο σοβάς έπεσε•

    кора -ла от ствола η φλούδα βγήκε από τον κορμό.

    || καθαρίζω•

    пятно -ло ο λεκές καθάρισε (βγήκε).

    4. ξεκόβω, αποχωρώ, κόβω σχέσεις, λύω τους δεσμούς•

    отстать от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους.

    5. παρατώ, αφήνω, εγκαταλείπω• παύω να ασχολούμαι, να ενδιαφέρομαι. || ξεσυνηθίζω.
    6. παύω να ενοχλώ, αφήνω ήσυχο• παρατώ•

    отстинь от шеяа παράτα μας, άσε με ήσυχο, ξεφόρτωσε με.

    Большой русско-греческий словарь > отстать

  • 18 привычка

    -и, γεν. πλθ. -чек θ. συνήθεια, έξη•

    хорошая привычка καλή συνήθεια•

    плохая привычка κακή συνήθεια•

    отучить от -и ξεσυνηθίζω•

    усвоить дурную -у αποκτώ κακή συνήθεια, κακοσυ, -νηθίζω•

    это входит в его -и αυτός τό χει (πάρει) συνήθεια привычка - вторая натура η έξη είναι δεύτερη φύση•

    выработать в себе -у το κάνω συνήθεια•

    иметь -у τό χω (έχω) συνήθεια•

    укоренившая привычка ριζωμένη συνήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > привычка

См. также в других словарях:

  • ξεσυνηθίζω — ξεσυνηθίζω, ξεσυνήθισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεσυνηθίζω — ξεχνώ μια συνήθεια μου, ξεμαθαίνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • απεθίζω — ἀπεθίζω (Α) 1. ξεσυνηθίζω κάποιον 2. μαθαίνω, διδάσκω κάποιον να μην κάνει, να αποφεύγει κάτι …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεμαθαίνω — 1. ξεχνώ κάτι που έχω μάθει («τά μάθαινες εξέμαθες, τά ξερες ήχασές τα», Ερωτόκρ.) 2. χάνω συνήθεια που είχα, ξεσυνηθίζω («έχω να πάω πολύ.καιρό στο γυμναστήριο και έχω ξεμάθει) …   Dictionary of Greek

  • ξεμαθαίνω — ξέμαθα, ξεμαθημένος, λησμονώ κάτι που έμαθα, ξεσυνηθίζω: Ξέμαθα να κεντώ. –Ξέμαθα να δουλεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»