Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ξεσκεπάζομαι

  • 1 раскрываться

    раскрыв||аться
    1. ἀνοίγω (ύ,μη.), ἀνοίγομαι, ξεσκεπάζομαι:
    лепестки́ \раскрыватьсяаются τά πέταλα ἀνοίγουν
    2. (обнажаться) ξεγυμνώνομαι, ἀποκαλύπτομαι·
    3. перен (обнаруживаться) ξεσκεπάζομαι, ἀποκαλύπτομαι, φανερώνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > раскрываться

  • 2 раскрыться

    1. (распахнуться, открыться) ανοίγομαι 2. (освободиться от какого-л. покрова) ξεσκεπάζομαι 3. (выявиться, разоблачиться) αποκαλύπτομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раскрыться

  • 3 раскрывать

    раскрывать, раскрыть 1) (открыть) ανοίγω, ξεσκεπάζω 2) (обнаружить) ανακαλύπτω, αποκαλύπτω \раскрываться 1) ανοίγομαι, ξεσκεπάζομαι 2) (обнаружиться) αποκαλύπτομαι
    * * *
    = раскрыть
    1) ( открыть) ανοίγω, ξεσκεπάζω
    2) ( обнаружить) ανακαλύπτω, αποκαλύπτω

    Русско-греческий словарь > раскрывать

  • 4 раскрываться

    1) ανοίγομαι, ξεσκεπάζομαι
    2) ( обнаружиться) αποκαλύπτομαι

    Русско-греческий словарь > раскрываться

  • 5 вскрываться

    вскрывать||ся
    1. (о реке) ξεπαγώνω (άμετ.), λυώνουν οἱ πάγοι·
    2. перен (обнаруживаться) ἀποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, ξεσκεπάζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > вскрываться

  • 6 голова

    голов||а
    ж
    1. прям., перен ἡ κεφαλή, τό κεφάλι:
    с непокрытой \головаой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· светлая \голова перен φωτεινός νοῦς, (ρωτεινό μυαλό· пустая \голова ὁ κουφιοκέφαλος, ὁ κουφιοκεφαλάκης· горячая \голова перен ὁ θερμόαιμος' с ясной \головао́й νηφάλια, μέ καθαρό μυαλό· кивать \головао́й κατανεύω·
    2. (единица счета скота) τό κεφάλί
    3. (руководитель, начальник) ὁ ἐπί κεφαλής, ἡ κεφαλή, ὁ ἀρχηγός:
    городской \голова ист. ὁ δήμαρχος, ὁ πρόεδρος τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου· ◊ \голова сахару ἕνα κεφάλι ζάχαρη· \голова идет кру́гом τά χάνω, σαστίζω· у него закружилась \голова ζαλίστηκε· у нее закружилась \голова от успеха ἀπό τήν ἐπιτυχία πήραν τά μυαλά της ἀέρα· с \головаы́ до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· валить с больной \головаы на здоровую φορτώνω τά σφάλματα μου σέ ἄλλον в первую голову πρίν ἀπ' ὅλα, πρώτιστα· мне пришло в голову μοῦ ήρθε στό μυαλό, μοῦ κατέβηκε· вбить (или забрать) себе в голову βάζω στό κεφάλι μου, βάζω στό νοῦ μου· выкинуть из \головаы βγάζω ἀπ'τό νοῦ μου· разбить на голову συντρίβω ὁλοκληρωτικά, τσακίζω κατακέφαλα· терять голову χάνω τά λογικά μου· ломать голову над чем-л. σπάνω τό κεφάλι μου νά· вскружить голову кому́-л. ξεμυαλίζω κάποιον· морочить кому́-л. голову ζαλίζω, σκοτίζω, τσατίζω κάποιον забивать кому́-л. голову φουσκώνω τά μυαλά κάποιού намылить кому́-л. го́лоиу βάζω γερή κατσάδα σέ κάποιον голову даю на отсечение что... κόβω τό κεφάλι μου πώς...· повесить голову χάνω τό θάρρος μου· сложить голову σκοτώνομαι στή μάχη, δίνω τή ζωή μου· на свою голову στήν καμπούρα μου, ἀπάνω μου1 сломя голову πολύ γρήγορα· очертя голову μέσ' τά ὅλα, ριψοκινδυνεύοντας τά πάντα· иметь голову на плечах εἶμαι στά λογικά μου, εἶμαι στά καλά μου· вино́ ударило ему́ в голову τό κρασί τον χτύπησε στό κεφάλι· как снег на голову (появиться, свалиться) ἐξαφνα, ξαφνικά, ἀναπάντεχα· снявши голову по волосам не плачут погов. ὁ βρεγμένος τή βροχή δέν τή φοβάται· окунуться (или уйти) с \головао́й во что́-л. ρίχνομαι μέ τά μούτρα· быть \головао́й выше кого́-л. στέκομαι ἕνα κεφάλι πιό ψηλά ἀπό κάποιον ручаться \головао́й ἐγγυώμαι προσωπικά, βάζω τό κεφάλι μου· отвечать \головао́й εἶμαι ὑπεύθυνος μέ τή ζωή μου· поплатиться \головаой πληρώνω μέ τή ζωή μου,· πληρώνω μέ τό κεφάλι μου· рисковать \головао́й παίζω τό κεφάλι μου, ριψοκινδυνεύω τή ζωή μου· выдать себя с \головао́й ξεσκεπάζομαι, ἀποκαλύπτομαι· биться \головао́й о стен(к)у χτυπιέμαι, χτυπῶ τό κεφάλι μου στον τοίχο· в \головаах στό προσκέφαλο· сколько голов, столько умо́в погов. ὁ καθένας μέ τό χαβᾶ του.

    Русско-новогреческий словарь > голова

  • 7 разбросаться

    разбросать||ся
    (во сне) ξεσκεπάζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > разбросаться

  • 8 вскрыть

    вскрою, вскроешь ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω•

    вскрыть письмо ανοίγω το γράμμα•

    вскрыть пакет ανοίγω το πακέτο.

    2. μτφ. αποκαλύπτω, φανερώνω, ξεσκεπάζω, φέρω στο φως•

    вскрыть недостатки в работе ξεσκεπάζω τις αδυναμίες στη δουλειά.

    3. ανατέμνω, σχίζω, κόβω•

    вскрыть труп κάνω νεκροψία•

    вскрыть нарыв σχίζω το απόστημα.

    1. ανοίγομαι.
    2. μτφ. αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, ξεσκεπάζομαι, βγαίνω στο φως, στα φόρα•

    -лись причины поражения βγήκαν στο φως οι αιτίες της ήττας.

    3. ξεπαγώνω•

    река -лась το ποτάμι ξεπάγωσε (έλιωσε ο πάγος που το κάλυπτε).

    Большой русско-греческий словарь > вскрыть

  • 9 выявить

    -влю, -вишь, ρ.σ.μ.
    1. εκδηλώνω, φανερώνω, δείχνω, προβάλλω.
    2. αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, φέρω στο φως•

    выявить недостатки в работе ξεσκεπάζω τις αδυναμίες στη δουλειά.

    αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνομαι, έρχομαι στο φως, βγαίνω στα φανερά,στα φόρα.

    Большой русско-греческий словарь > выявить

  • 10 демаскировать

    -рую, -рувшь, ρ.δ.κ.σ.μ. αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, ξεμασκάρω.
    αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > демаскировать

  • 11 изобличать

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. изобличить.
    2. δείχνω, εκδηλώνω, φανερώνω, εξωτερικεύω.
    αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > изобличать

  • 12 разоблачить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разоблаченный, βρ: -чен, -чена, -чено ρ.σ.μ.
    1. (εκκλσ.) αφα,ιρώ, βγάζω τα άμφια από κάποιον. || ξεντύνω, γδύνω.
    2. μτφ. φανερώνω, αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω.
    1. βγάζω τα άμφια μου. || ξεντύνομαι, γδύνομαι.
    2. φανερώνομαι, ξεσκεπάζομαι, αποκαλύπτομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разоблачить

  • 13 раскрыть

    -крою, -кроешь ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω•

    раскрыть ящик ανοίγω το κιβώτιο•

    раскрыть дверь ανοίγω την πόρτα•

    раскрыть зонтик ανοίγω την ομπρέλα•

    раскрыть нож ανοίγω το σουγιά•

    раскрыть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    раскрыть глаза, рот ανοίγω τα μάτια, το στόμα.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω• φανερώνω•

    халат распахнулся и -ыл нижнее бель η ρόμπα άνοιξε και φάνηκαν τα εσώρουχα•

    раскрыть тайну αποκαλύπτω μυστικό•

    раскрыть замыслы врагов ξεσκεπάζω τα σχέδια (προθέσεις) του εχθρού•

    раскрыть загоеор ξεσκεπάζω τη συνομωσία.

    || μτφ. εκμυστηρεύομαι•

    он -ыл мне своё сердце αυτός μου άνοιξε την καρδιά του, τα είπε όλα.

    εκφρ.
    раскрыть глаза – ανοίγω τα μάτια (διαφωτίζω)•
    раскрыть чью игру – ξεσκεπάζω τις προθέσεις (τα σχέδια) κάποιου.
    1. ανοίγω, -ομαι•

    окно -лось το παραθύρι άνοιξε•

    дверь -лась η πόρτα άνοιξε•

    все ящики -лись όλα τα κιβώτια ανοίχτηκαν.

    || ανθίζω•

    розы -лись τα τρ ι-αντάφυλλα άνοιξαν.

    2. φαίνομαι•

    перед ними -лось море μπροστά τους φάνηκε η θάλασσα.

    3. μτφ. αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνομαι•

    преступление -лось το έγκλημα αποκαλύφτηκε.

    4. δημιουργούμαι (για συνθήκες, πρού-θέσεις, δυνατότητες)•

    -лись перспективы άνοιξαν προοπτικές.

    5. (γι.α μέλη του σώματος)• αποκαλύπτομαι, φαίνομαι.
    6. (χαρτπ.) καλύπτω όλα τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > раскрыть

См. также в других словарях:

  • ξεσκεπάζομαι — ξεσκεπάζομαι, ξεσκεπάστηκα, ξεσκεπασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεβαίνω — (Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω) βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο μσν. 1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι 2. απελευθερώνομαι 3. αποβιβάζομαι 4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι 5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα 6.… …   Dictionary of Greek

  • ξεσκεπάζω — 1. βγάζω το σκέπασμα, αφαιρώ το κάλυμμα (α. «μην ξεσκεπάζεις το παιδί το βράδυ, γιατί θα κρυώσει» β. «ξεσκέπασε την κατσαρόλα να δεις αν έγινε το φαγητό») 2. (μέσ. και παθ.) ξεσκεπάζομαι α) βγάζω από πάνω μου τα σκεπάσματα, τη σκεπή, το κάλυμμα… …   Dictionary of Greek

  • υπεκκαλύπτω — Α (συν. το παθ.) ὑπεκκαλύπτομαι αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι από κάτω ή λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκκαλύπτω «αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω»] …   Dictionary of Greek

  • ψιλώνω — ψιλῶ, όω, ΝΜΑ [ψιλός] 1. μαδώ τις τρίχες, καθιστώ κάτι άτριχο, αποψιλώνω 2. γραμμ. βάζω ψιλή στο αρχικό φωνήεν μιας λέξης αρχ. 1. (γενικά) απογυμνώνω, αποστερώ («ἐπωμίδα σαρκῶν ψιλοῡν», Ιπποκρ.) 2. λεηλατώ, ληστεύω («τὸ χωρίον ψιλῶσαι», Δίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»