-
1 ξερός
ξερός, ion. u. ep. = ξηρός, trocken; ῥόχϑει γὰρ μέγα κῦμα ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο, Od. 5, 402, d. i. gegen das trockene Festland; einzeln bei sp. D., wie Phani. 7 (VI, 304), ποτὶ ξερὸν ἐλϑέ.
-
2 ξερος
3эп.-ион. (= ξηρός См. ξηρος) сухой -
3 ξερός
ξερός: dry; ξερὸν ἠπείροιο, ‘dry land,’ Od. 5.402†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ξερός
-
4 ξερός
ξερός, trocken; ῥόχϑει γὰρ μέγα κῦμα ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο, gegen das trockene Festland -
5 ξερός
η, ό1) прям., перен. сухой;ξερό ψωμί (κλίμα) — сухой хлеб (климат);
ξερό χορτάρι — сено;
ξερό δαμάσκηνο — чернослив;
ξερά φύλλα — сухие листья;
ξερό δένδρο — сухое дерево;
ξεροί καρποί — сухие фрукты;
ξερό ύφος — сухой стиль;
ξερή απάντηση — сухой ответ;
ξερός κρότος — сухой треск;
ξερό στοιχείο — или ξερή στήλη — эл. сухой элемент;
είναι ξερό το στόμα μου — у меня сухость во рту, во рту пересохло;
2) голый, лишённый растительности;ξερός τόπος — голое место, местность;
3) перен. бесчувственный, неподвижный; недвижимый;έπεσε ξερός στον ΰπνο — сон свалил его;
αφήνω κάποιον ξερό — убить наповал кого-л. (выстрелом);
4) перен. один, единственный;ξερό κορμί — один-одинёшенек;
τρώγω ξερό ψωμί — питаться одним хлебом;
§ ξερό κεφάλι — а) упрямая голова; — б) тупица;
μένω ξερός — остолбенеть, оцепенеть;
έμεινε ξερός απ' το φόβο του — он оцепенел, замер от страха;
κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά — посл, лес рубят — щепки летят
-
6 ξερός
[ксэрос] εκ. сухой,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξερός
-
7 ξερός
[ксэрос] επ сухой. -
8 ξερός
kuru, çorak, kıraç -
9 ξερός
aride -
10 ξερός
1) jałowy przym.2) suchy przym. -
11 ξερός
1) nezáživný2) suchopárný3) suchý4) vyprahlý -
12 ξερός
aridΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ξερός
-
13 nezáživný
ξερός -
14 vyprahlý
ξερός -
15 arid
ξερός -
16 çorak
ξερος, χερσος -
17 kuru
ξερός, ξηρός, οτεγνός, άνυδρος -
18 ξερά
ξερόνterra firma: neut nom /voc /acc plξερόςneut nom /voc /acc plξερά̱, ξερόςfem nom /voc /acc dualξερά̱, ξερόςfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
19 сухой
-
20 сушёный
сушёный ξερός, ξηρός; \сушёныйе фрукты οι ξηροί καρποί* * *ξερός, ξηρόςсушёные фру́кты — οι ξηροί καρποί
См. также в других словарях:
ξερός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δεν έχει υγρασία, στεγνός: Κοντά στα ξερά καίονται και τα χλωρά (παροιμ.). 2. μτφ., για πρόσωπα, ο αδύνατος, ο λιπόσαρκος, ο ισχνός. 3. για τόπο, ο χωρίς νερό ή βλάστηση: Ξερό νησί. – Ξερό βουνό. 4. μτφ., άκαμπτος,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξερός — ή, ό βλ. ξηρός … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
ξερά — ξερόν terra firma neut nom/voc/acc pl ξερός neut nom/voc/acc pl ξερά̱ , ξερός fem nom/voc/acc dual ξερά̱ , ξερός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυσταλέος — αὐσταλέος και ἀϋσταλέος, α, ον (Α) 1. ξερός, στεγνός, ηλιοκαμένος 2. διψασμένος, διψαλέος 3. ναρκωμένος, ξερός από φόβο 4. ξεραμένος, μαραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αυστ (πιθ. του ρηματικού επιθ. *αυστός του αὔω ή αὕω «ξεραίνω, στεγνώνω») +… … Dictionary of Greek
αύος — αὖος, η, ον και αὗος, η, ον και ος, ον (Α) 1. (για ξύλα, καρπούς κ.λπ.) ξερός, στεγνός 2. (για φύλλα) μαραμένος, ξερός 3. (για τους γέρους) αυτός που τρέμει (κυρίως από φόβο), που έχει το εύθραυστο του ξερού φύλλου 4. διψασμένος 5. εμβρόντητος,… … Dictionary of Greek
ξέρα — και ξέρη, η 1. βράχος στη θάλασσα που μόλις καλύπτεται και ο οποίος γίνεται δύσκολα ορατός, ύφαλος, σκόπελος 2. ξηρασία, ανομβρία, ξεραΐλα, έλλειψη βροχής 3. ξερός τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ξερά / ξερή τού επιθ. ξερός, ή, ό … Dictionary of Greek
σέκος — Ν (άκλ. επίθ.) φρ. «έμεινε σέκος» έμεινε ξερός, άναυδος, αναίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. secco «ξερός»] … Dictionary of Greek
σύξερος — η, ο, Ν κατάξερος, εντελώς ξερός. επίρρ... σύξερα Ν τελείως ξερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ξερός] … Dictionary of Greek
στεγνός — ή, ό επίρρ. ά 1. ξερός, αυτός που δεν είναι βρεγμένος: Φόρεσε στεγνά ρούχα. 2. ανιαρός, ξερός: Περιέγραψε στεγνά το γεγονός. 3. «στεγνή ψυχή», ψυχή χωρίς συναισθήματα· «στεγνά μάτια», χωρίς δάκρυα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξερόν — terra firma neut nom/voc/acc sg ξερός masc acc sg ξερός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)