Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ξεροσταλιάζω

См. также в других словарях:

  • ξεροσταλιάζω — ξεροσταλιάζω, ξεροστάλιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεροσταλιάζω — 1. στέκομαι κάπου όρθιος και ακίνητος επί πολλή ώρα, ακουσίως ή αναγκαστικά («τί με είχες στημένο και ξεροστάλιαζα, αφού δεν είχες σκοπό να έλθεις;») 2. ποθώ πολύ κάτι 3. υποφέρω από έλλειψη νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + σταλιάζω «μένω πολλή ώρα… …   Dictionary of Greek

  • ξεροσταλιάζω — ξεροστάλιασα 1. για πρόσωπα, περιμένω κάπου ακίνητος πολλή ώρα: Ώρες ξεροσταλιάζει περιμένοντάς τον. 2. ποθώ υπερβολικά: Ξεροσταλιάζει για δαύτην …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεροστάλιασμα — το [ξεροσταλιάζω] το να ξεροσταλιάζει κανείς, πολύωρη ορθοστασία …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»