-
1 разувать
-
2 разувать
разуватьнесов ξεπαπουτσώνω. -
3 разувать
[ραζουβάτ'] ρ. ξεπαπουτσώνω -
4 разувать
[ραζουβάτ'] ρ ξεπαπουτσώνω
См. также в других словарях:
ξεπαπουτσώνω — βγάζω τα παπούτσια κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + παπουτσώνω] … Dictionary of Greek
ξεπαπούτσωμα — το [ξεπαπουτσώνω] βγάλσιμο τών παπουτσιών … Dictionary of Greek