Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ξεπαγιάζω

См. также в других словарях:

  • ξεπαγιάζω — ξεπαγιάζω, ξεπάγιασα, ξεπαγιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεπαγιάζω — 1. κρυώνω υπερβολικά, τρέμω από το κρύο 2. κάνω κάποιον να παγώσει από το κρύο («μάς ξεπάγιασε με το ανοιχτό παράθυρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πάγος] …   Dictionary of Greek

  • ξεπαγιάζω — ξεπάγιασα, ξεπαγιασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να κρυώσει πολύ: Μας ξεπάγιασε το ανοιχτό παράθυρο. 2. αμτβ., νιώθω υπερβολικό κρύο, κρυώνω πολύ, παγώνουν τα άκρα μου: Ξεπαγιάσαμε χωρίς θέρμανση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποπαγώνω — 1. παγώνω εντελώς, καταψύχω 2. γίνομαι πάγος, ξεπαγιάζω …   Dictionary of Greek

  • μαργώνω — (I) (Μ μαργώνω) 1. μουδιάζω, κοκαλιάζω από το ψύχος, ξεπαγιάζω («εμάργωνεν εις την φωτιά, κι ήβραζε στον αέρα», Ερωτόκρ.) 2. μειώνω, ελαττώνω («τα τόσα γερατειά την όρεξη μαργώνου», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. μαργῶ «μαίνομαι, υβρίζω,… …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεμαργώνω — 1. (ιδίως για ζώα) συνέρχομαι από τη χειμερία νάρκη 2. απαλλάσσομαι από τη νάρκωση που επιφέρει το ψύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μαργώνω (Ι) «ξεπαγιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • ξεπάγιασμα — το [ξεπανιάζω] 1. το αποτέλεσμα τού ξεπαγιάζω, πάγωμα από πολύ κρύο 2. σφοδρό ψύχος, πολύ κρύο 3. στον πληθ. τα ξεπαγιάσματα τα χείμετλα, οι χιονίστρες …   Dictionary of Greek

  • σφακελίζω — ΝΑ [σφάκελος (Ι)] νεοελλ. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο σφακελισμένος ο διάβολος αρχ. 1. πάσχω από σφάκελο, από γάγγραινα («ἐσφακέλισέ τε τὸ ὀστέον καὶ ὁ μηρὸς ἐσάπη», Ηρόδ.) 2. αναισθητοποιούμαι από το ψύχος, ξεπαγιάζω 3. (για φυτά και… …   Dictionary of Greek

  • ψυγομαραίνω — Ν 1. μαραίνω κάτι με τη χρησιμοποίηση χαμηλής θερμοκρασίας 2. παθ. ψυγομαραίνομαι ξεπαγιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψυγ τού ψύχω (ΙΙ) «παγώνω» (πρβλ. ψυγείο) + μαραίνω] …   Dictionary of Greek

  • ξεπάγιασμα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα του ξεπαγιάζω: Τι ξεπάγιασμα είναι τούτο; 2. στον πληθ., ξεπαγιάσματα το πάγωμα, αλλ. χιονίστρες: Έχω ξεπαγιάσματα στα πόδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»