-
1 ξεπαγιάζω
[ксэпагьязо] ρ. (αμτβ.) замерзать, обмораживаться,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξεπαγιάζω
-
2 отмораживать
-
3 промерзать
промерзатьнесов, промерзнуть сов1. (оледенеть) παγώνω, κρυσταλλώνω, πήζω, πήγνυμαι·2. (озябнуть) παγώνω, ξεπαγιάζω:\промерзать до костей ξεπαγιάζω. -
4 иззябнуть
-
5 назябнуть
-
6 обморозить
-бжу, -озишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обмороженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ. (για μέλος του σώματος) παγώνω, κρυοπαγώ•обморозить ноги κρυοπαγώ τα πόδια.
|| ξεπαγιάζω•обморозить на дороге ξεπαγιάζω στο δρόμο.
-
7 проморозить
ρ.σ.μ.1. καταψύχω, παγώνω τελείως.2. παγώνω, ξεπαγιάζω•проморозить людей на улице ξεπαγιάζω τους ανθρώπους (κρατώντας τους) στο δρόμο.
-
8 замерзать
(затвердевать от холода) παγώνω, ξεπαγιάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замерзать
-
9 вымерзать
вымерзатьнесов, вымерзнуть сов ξεπαγιάζω, παγώνω, πεθαίνω ἀπό τό κρύο, καταστρέφομαι ἀπ' τήν παγωνιά. -
10 закочеиеть
закочеие||тьсое. κοκκαλιάζω, ξεπαγιάζω, μουδιάζω:\закочеиетьть от холода κοκκαλιάζω ἀπό τό κρύο· у него́ ру́ки \закочеиетьли ξεπάγιασαν τά χέρια του ἀπό τό κρύο. -
11 замерзать
замерзатьнесов, замерзнуть сов1. παγώνω·2. (сильно озябнуть) παγώνω, ξεπαγιάζω. -
12 застывать
застыватьнесов1. (сгущаться) πήζω, (συμ)παγώνω, πήγνυμαι·2. (озябнуть) разг κρυώνω, παγώνω, ξεπαγιάζω:руки (на морозе) застыли ξεπάγιασαν τά χέρια (από τό κρύο)· ◊ \застывать от удивления μένω κατάπληκτος, ἀπολιθώνομαι· \застывать от ужаса παγώνω (или κερώνω) ἀπό τόν τρόμο (или ἀπ· τή φρίκη). -
13 зябнуть
зябнутьнесов κρυώνω, ξεπαγιάζω, μαργὠνω. -
14 коченеть
коченетьнесов ξεπαγιάζω, μουδιάζω/ παγώνω (от холода). -
15 отмерзать
отмерзатьнесов, отмерзнуть сов1. (о части тела) παγώνω, ξεπαγιάζω, κοκ-καλώνω·2. (о части растения) πεθαίνω ἀπ' τό κρύο, παγώνω. -
16 отмораживать
отмораживатьнесов, отморозить сов παγώνω, ξεπαγιάζω:\отмораживать палец παγώνει τό δάκτυλο μου. -
17 переменчивостьый
переменчивость||ыйприл μεταβλητός, εὐμετάβλητος, ἀστατος:\переменчивостьыйая погода ὁ ἀστατος καιρός, перемерзать несов, перемерзнуть сов1. παγώνω:2. разг (сильно озябнуть) παγώνω, ξεπαγιάζω:я перемерз в дороге ξεπάγιασα στόν δρόμο. -
18 померзиуть
померз||иутьсов (о растениях) разг παγώνω, ξεπαγιάζω:все яблони в саду \померзиутьли ὅλες οἱ μηλιές τοῦ κήπου πάγωσαν. -
19 продрогнуть
продрогнутьсов ξεπαγιάζω:я весь продрог ξεπάγιασα. -
20 вымерзать
[βυμιρζάτ"] ρ. ξεπαγιάζω
См. также в других словарях:
ξεπαγιάζω — ξεπαγιάζω, ξεπάγιασα, ξεπαγιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεπαγιάζω — 1. κρυώνω υπερβολικά, τρέμω από το κρύο 2. κάνω κάποιον να παγώσει από το κρύο («μάς ξεπάγιασε με το ανοιχτό παράθυρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πάγος] … Dictionary of Greek
ξεπαγιάζω — ξεπάγιασα, ξεπαγιασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να κρυώσει πολύ: Μας ξεπάγιασε το ανοιχτό παράθυρο. 2. αμτβ., νιώθω υπερβολικό κρύο, κρυώνω πολύ, παγώνουν τα άκρα μου: Ξεπαγιάσαμε χωρίς θέρμανση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποπαγώνω — 1. παγώνω εντελώς, καταψύχω 2. γίνομαι πάγος, ξεπαγιάζω … Dictionary of Greek
μαργώνω — (I) (Μ μαργώνω) 1. μουδιάζω, κοκαλιάζω από το ψύχος, ξεπαγιάζω («εμάργωνεν εις την φωτιά, κι ήβραζε στον αέρα», Ερωτόκρ.) 2. μειώνω, ελαττώνω («τα τόσα γερατειά την όρεξη μαργώνου», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. μαργῶ «μαίνομαι, υβρίζω,… … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεμαργώνω — 1. (ιδίως για ζώα) συνέρχομαι από τη χειμερία νάρκη 2. απαλλάσσομαι από τη νάρκωση που επιφέρει το ψύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μαργώνω (Ι) «ξεπαγιάζω»] … Dictionary of Greek
ξεπάγιασμα — το [ξεπανιάζω] 1. το αποτέλεσμα τού ξεπαγιάζω, πάγωμα από πολύ κρύο 2. σφοδρό ψύχος, πολύ κρύο 3. στον πληθ. τα ξεπαγιάσματα τα χείμετλα, οι χιονίστρες … Dictionary of Greek
σφακελίζω — ΝΑ [σφάκελος (Ι)] νεοελλ. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο σφακελισμένος ο διάβολος αρχ. 1. πάσχω από σφάκελο, από γάγγραινα («ἐσφακέλισέ τε τὸ ὀστέον καὶ ὁ μηρὸς ἐσάπη», Ηρόδ.) 2. αναισθητοποιούμαι από το ψύχος, ξεπαγιάζω 3. (για φυτά και… … Dictionary of Greek
ψυγομαραίνω — Ν 1. μαραίνω κάτι με τη χρησιμοποίηση χαμηλής θερμοκρασίας 2. παθ. ψυγομαραίνομαι ξεπαγιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψυγ τού ψύχω (ΙΙ) «παγώνω» (πρβλ. ψυγείο) + μαραίνω] … Dictionary of Greek
ξεπάγιασμα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα του ξεπαγιάζω: Τι ξεπάγιασμα είναι τούτο; 2. στον πληθ., ξεπαγιάσματα το πάγωμα, αλλ. χιονίστρες: Έχω ξεπαγιάσματα στα πόδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)