-
1 ночевать
-
2 полуночничать
ρ.δ. ξενυχτώ, κάνω νυχτέρι.
См. также в других словарях:
ξενυχτώ — άω και ξενυχτίζω 1. περνώ τη νύχτα άγρυπνος, διανυκτερεύω 2. διασκεδάζω τις μεταμεσονύκτιες ώρες 3. εργάζομαι μέχρι το πρωί 4. κάνω κάποιον να μείνει άγρυπνος («με την κουβέντα μέ ξενύχτισε») 5. αγρυπνώ δίπλα σε άρρωστο ή στη σορό νεκρού. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
αγρυπνώ — [Α ἀγρυπνῶ ( έω)] 1. δεν μπορώ να κοιμηθώ τη νύχτα, μένω άγρυπνος, ξενυχτώ 2. προσέχω, επιτηρώ, φροντίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγρυπνος. ΠΑΡ. αρχ. ἀγρυπνητικός νεοελλ. αγρύπνημα, αγρυπνητής] … Dictionary of Greek
απονυκτερεύω — ἀπονυκτερεύω (Α) 1. διανυκτερεύω μακριά από κάποιον 2. περνώ τη νύχτα, ξενυχτώ … Dictionary of Greek
διανυκτερεύω — (AM διανυκτερεύω) [νυκτερεύω] 1. περνώ τη νύχτα κάπου (κοιμισμένος ή άγρυπνος) 2. ξενυχτώ, αγρυπνώ … Dictionary of Greek
κακονύχτι — το άσχημη και γεμάτη ταλαιπωρίες νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακονυχτώ, με υποχωρητ. σχηματισμό (πρβλ. ξενύχτι < ξενυχτώ)] … Dictionary of Greek
κοιταίος — κοιταῑος, αία, ον (AM) [κοίτη] το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιταῑον (για θηρία) κοίτη, φωλιά άγριων ζώων, κρύπτη αρχ. 1. ξαπλωμένος στο κρεβάτι 2. φρ. α) «κοιταῑος γίγνομαι» i) διανυκτερεύω, περνώ τη νύχτα, ξενυχτώ φ68 («μηδένα Ἀθηναίων μηδεμιᾷ παρευρέσει … Dictionary of Greek
νυχτερεύω — και νυκτερεύω (ΑΜ νυκτερεύω) περνώ τη νύχτα άγρυπνος επειδή εργάζομαι ή επειδή ασχολούμαι με κάτι, ξενυχτώ («βουλόμεθα καὶ δειπνῆσαι καὶ νυκτερεῡσαι», Ξεν.) νεοελλ. εργάζομαι κατά τη νύχτα («στού Παρνασσού τη ρίζα πόσοι νυκτερεύουν», Παλαμ.).… … Dictionary of Greek
ξενυχτίζω — βλ. ξενυχτώ … Dictionary of Greek
ξενύχτι — το η διανυκτέρευση σχεδόν μέχρι το πρωί λόγω εργασίας ή διασκέδασης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματισμός από το ρ. ξενυχτώ (πρβλ. κυνηγώ: κυνήγι)] … Dictionary of Greek
παννυχίζω — Α [παννυχίς] 1. (ενεργ. και μέσ.) αγρυπνώ σε εορτή καθ όλη τη διάρκεια τής νύχτας, τελώ αγρυπνία από την εσπέρα τής προηγούμενης ημέρας 2. κάνω κάτι καθ όλη τη διάρκεια τής νύχτας, αγρυπνώ, ξενυχτώ, κρατώ όλη τη νύχτα («φλὸξ συνεχὲς παννυχίζουσα» … Dictionary of Greek