-
1 ξεναγός
[ксэнагос] ουσ. гид, проводник.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξεναγός
-
2 гид
-
3 проводник
-
4 экскурсовод
-
5 экскурсия
η εκδρομήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > экскурсия
-
6 гид
гидм ὁ ξεναγός, ὁ ὁδηγός. -
7 проводник
проводникм1. (гид) ὁ ὁδηγός, ὁ ξεναγός·2. (в поезде) ὁ συνοδός·3. физ. ὁ ἀγωγός·4. пере ἡ. ὁ διοχετευτής, ὁ φορέας:\проводник культу́ры φορέας τοῦ πολιτισμοὔ. -
8 провожатый
провожатыйм ὁ ὁδηγός, ὁ ξεναγός, ὁ συνοδός. -
9 гид
[γκ(τ] οοσ. α. ξεναγός -
10 проводник
[πραβαντνίκ] ουσ. α οδηγός, ξεναγός -
11 экскурсовод
[εκσκουρσαβότ] συσ. α. ξεναγός -
12 гид
[γκ (τ] ουσ α ξεναγός -
13 проводник
[πραβαντνίκ] ουσ α οδηγός, ξεναγός -
14 экскурсовод
[εκσκουρσαβότ] ουσ α ξεναγός -
15 гид
-а α.1. οδηγός, ξεναγός.2. οδηγός περιηγητή (βιβλιαράκι). -
16 проводник
-а α.1. αγωγός (ηλεκτρ. ρεύματος, ήχου κ.τ.τ.).2. μτφ. μεταδότης, φορέας, διοχετευτής.-а α.1. οδηγός ξεναγός;2. συνοδός•проводник детского вагона συνοδός παιδικού βαγονιού.
-
17 провожатый
επ.οδηγός, ακόλουθος ξεναγός συνοδός. || προπομπός. -
18 путеводитель
-я α.1. παλ. οδηγός, ξεναγός.2. οδηγός ταξιδιώτη (βιβλιαράκι). -
19 чичероне
άκλ. α. παλ. ξεναγός. || συνοδοιπόρος.
См. также в других словарях:
ξεναγός — ο, η (ΑΜ ξεναγός, Α και ξενιαγός) πρόσωπο που αναλαμβάνει να οδηγήσει ξένους στα αξιοθέατα ενός τόπου ή ενός χώρου νεοελλ. ξεναγέτης αρχ. 1. αρχηγός στρατού ξένων μισθοφόρων («ἐπεὶ δὲ συνετάχθησαν ὡς ἑκάστους οἱ ξεναγοὶ ἔταξαν», Ξεν.) 2. (στους… … Dictionary of Greek
ξεναγός — ξενᾱγός , ξεναγός commander of mercenary troops masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεναγός, ο — η οδηγός των ξένων: Στους αρχαιολογικούς χώρους πρέπει να υπάρχουν ειδικοί ξεναγοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… … Dictionary of Greek
εξηγητής — ο (AM ἐξηγητής) [εξηγώ] ερμηνευτής («εξηγητής τών Γραφών») αρχ. 1. σύμβουλος, εισηγητής («ἐξηγητὴς γίνεται πρηγμάτων ἀγαθῶν», Ηρόδ.) 2. σχολιαστής («τὰ ὠβελισμένα οὐδενὶ τῶν ἐξηγητῶν ἔδοξε Θουκυδίδου εἶναι») 3. ξεναγός … Dictionary of Greek
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek
ξενάρης — ο, θηλ. ξενάρισσα εκκλ. μοναχός ξεναγός σε μοναστήρι … Dictionary of Greek
ξεναγέτης — ο (Α ξεναγέτης) νεοελλ. άτομο εντεταλμένο να συνοδεύει επίσημο, ξένο που επισκέπτεται μια χώρα, ο ξεναγός αρχ. πρόσωπο που οδηγούσε και περιποιούνταν τους ξένους ή τους φιλοξενουμένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ᾱγέτης, δωρ. τ. τού ἡγέτης (πρβλ. νυμφ … Dictionary of Greek
ξεναγία — η (Α ξεναγια) [ξεναγός] η περιήγηση, η κατατόπιση και η εξυπηρέτηση τών ξένων σε μια χώρα, ξενάγηση αρχ. 1. η αρχηγία μισθοφορικών στρατευμάτων 2. (στους Κρήτες) σύνταγμα 3. δύναμη δύο ψιλαγιών, δηλαδή σωμάτων με 250 ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες … Dictionary of Greek
ξεναγωγός — ξεναγωγός, όν (Α) ξεναγός, οδηγός ξένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ἀγωγός (πρβλ. δημ αγωγός)] … Dictionary of Greek
ξεναγώ — (ΑΜ ξεναγῶ, έω) [ξεναγός] οδηγώ ξένους δείχνοντάς τους τα αξιοθέατα τού τόπου («ξεναγήσεις γὰρ εὖ οἶδ ὅτι με ξυμπερινοστῶν καὶ δείξεις ἕκαστα ὡς ἄν εἰδὼς ἅπαντα», Λουκιαν.) μσν. αρχ. περιποιούμαι ξένους, φιλοξενώ αρχ. 1. στρατολογώ μισθωτούς… … Dictionary of Greek