Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ξεμαθαίνω

См. также в других словарях:

  • ξεμαθαίνω — ξεμαθαίνω, ξέμαθα βλ. πίν. 176 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεμαθαίνω — 1. ξεχνώ κάτι που έχω μάθει («τά μάθαινες εξέμαθες, τά ξερες ήχασές τα», Ερωτόκρ.) 2. χάνω συνήθεια που είχα, ξεσυνηθίζω («έχω να πάω πολύ.καιρό στο γυμναστήριο και έχω ξεμάθει) …   Dictionary of Greek

  • ξεμαθαίνω — ξέμαθα, ξεμαθημένος, λησμονώ κάτι που έμαθα, ξεσυνηθίζω: Ξέμαθα να κεντώ. –Ξέμαθα να δουλεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταδιδάσκω — (Μ) ξεμαθαίνω, μεταπείθω …   Dictionary of Greek

  • μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… …   Dictionary of Greek

  • μεταμανθάνω — (Α) 1. μαθαίνω κάτι νέο εγκαταλείποντας αυτό που γνώριζα προηγουμένως («τὸ Ἀττικὸν ἔθνος ἐὸν Πελασγικὸν ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν κατέμαθε», Ηρόδ.) 2. αποκτώ γνώσεις («καταμανθάνουσα δ ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιά», Αισχύλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ξεσυνηθίζω — ξεχνώ μια συνήθεια μου, ξεμαθαίνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • απομαθαίνω — όμαθα 1. μαθαίνω καλά: Βλέπω τ απόμαθες το μάθημά σου. 2. ξεμαθαίνω: Απ το κάτσε κάτσε απόμαθα τη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»