-
1 разучиться
ξεμαθαίνωξεχνώ (αυτό που ήξερα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разучиться
-
2 разучиваться
разучиваться, разучиться ξεμαθαίνω, ξεσυνηθίζω· ξεχνώ (забыть)* * *= разучитьсяξεμαθαίνω, ξεσυνηθίζω; ξεχνώ ( забыть) -
3 отвыкать
отвыкатьнесов, отвыкнуть сов ξεσυ-νηθίζω (άμετ.), ξεμαθαίνω, κόβω (τήν συνήθεια):\отвыкать от курения κόβω τό κάπνισμα· \отвыкать от дома ξεσυνηθίζω (или ξεμαθαίνω) τό σπίτι· \отвыкать от плохой привычки κόβω τήν κακή συνήθεια -
4 отучить
-учу, -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отученный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.1. μ. ξεμαθαί,νω, υποχρεώνω να ξεμάθει, να ξεσυνηθίσει•отучить от курения ξεμαθαίνω κάποιον από το να καπνίζει.
2. τελειώνω τη μάθηση ή τα μαθήματα.1. ξεσυνηθίζω, ξεμαθαίνω•отучить от курения ξεσυνηθίζω το κάπνισμα.
2. τελειώνω τη μάθηση ή τα μαθήματα. -
5 отучаться
отуч||атьсянесов (от чего-л.) ξεμαθαίνω, ἀπεθίζομαι, κόβω (συνήθεια):\отучатьсяаться курить κόβω τό κάπνισμα -
6 отшибать
отшибатьнесов, отшибить сов разг1. (отбрасывать ударом) ἀποκρούω·2. (повреждать) χτυπώ, μωλωπίζομαι:\отшибать себе ру́ку χτυπώ τό χέρι μου·3. (отламывать, откалывать) σπάζω· ◊ отшибить охо́ту к чему́-л. κόβω τήν ὀρεξη γιά κάτι, ξεμαθαίνω· память отши́бло χάνω τό μνημονικό, ξεχνάω. -
7 разучиваться
разучиватьсянесов ξεμαθαίνω, ξεσυνη-θίζω, ξεχνώ. -
8 отучаться
[ατουτσάτ'σα] ρ. ξεμαθαίνω -
9 разучиваться
[ραζουτσιβατσα] ρ. ξεμαθαίνω -
10 отучаться
[ατουτσάτ'σα] ρ ξεμαθαίνω -
11 разучиваться
[ραζουτσιβατσα] ρ ξεμαθαίνω -
12 отвадить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отваженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ. ξεσυνηθίζω, κάνω κάποιον να ξεσυνηθίσει•отвадить курения κάνω κάποιον να κόψει το κάπνισμα.
|| αποτρέπω να επικοινωνεί, να συναναστρέφεται κ.τ.τ.ξεσυνηθίζω, ξεμαθαίνω κόβω•отвадить от курения ξεσυνηθίζω το κάπνισμα.
-
13 отвыкнуть
ρ.σ., παρλθ. χρ. отвык-ла, -ло (με γεν.).1. ξεσυνηθίζω, ξεμαθαίνω, κόβω•трудно отвыкнуть от табаку δύσκολο είναι να κόψω το τσιγάρο•
отвыкнуть от дурной привычки κόβω την κακή συνήθεια•
отвыкнуть от курения, вина κόβω το κάπνισμα, το κρασί.
2. ξεκόβω αποξενώνομαι• ξεχνώ•отвыкнуть от родителей ξεκόβω από τους γονείς•
отвыкнуть от дома ξεκόβω από το σπίτι.
-
14 разучить
См. также в других словарях:
ξεμαθαίνω — ξεμαθαίνω, ξέμαθα βλ. πίν. 176 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεμαθαίνω — 1. ξεχνώ κάτι που έχω μάθει («τά μάθαινες εξέμαθες, τά ξερες ήχασές τα», Ερωτόκρ.) 2. χάνω συνήθεια που είχα, ξεσυνηθίζω («έχω να πάω πολύ.καιρό στο γυμναστήριο και έχω ξεμάθει) … Dictionary of Greek
ξεμαθαίνω — ξέμαθα, ξεμαθημένος, λησμονώ κάτι που έμαθα, ξεσυνηθίζω: Ξέμαθα να κεντώ. –Ξέμαθα να δουλεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταδιδάσκω — (Μ) ξεμαθαίνω, μεταπείθω … Dictionary of Greek
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek
μεταμανθάνω — (Α) 1. μαθαίνω κάτι νέο εγκαταλείποντας αυτό που γνώριζα προηγουμένως («τὸ Ἀττικὸν ἔθνος ἐὸν Πελασγικὸν ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν κατέμαθε», Ηρόδ.) 2. αποκτώ γνώσεις («καταμανθάνουσα δ ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιά», Αισχύλ.) 3.… … Dictionary of Greek
ξεσυνηθίζω — ξεχνώ μια συνήθεια μου, ξεμαθαίνω κάτι … Dictionary of Greek
απομαθαίνω — όμαθα 1. μαθαίνω καλά: Βλέπω τ απόμαθες το μάθημά σου. 2. ξεμαθαίνω: Απ το κάτσε κάτσε απόμαθα τη δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)