Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ξεκάθαρη

  • 1 свидетельство

    свидетельство
    с
    1. (показание) ἡ μαρτυρία, ἡ ἀπόδειξη [-ις]:
    \свидетельство очевидца ἡ μαρτυρία αὐτόπτου· яркое \свидетельство ξεκάθαρη ἀπόδειξη·
    2. (удостоверение) τό πιστο-ποιητικό[ν]:
    \свидетельство о рождении τό πιστοποιητικό μητρώου· \свидетельство о браке ἡ ληξιαρχική πράξη γάμου· медицинское \свидетельство τό πιστοποιητικό ίατροῦ.

    Русско-новогреческий словарь > свидетельство

  • 2 ясно

    ясно
    1. нареч (отчетливо) καθαρά, εὐκρινώς, σαφώς:
    \ясно выраженный εὐκρι-νής, σαφής· \ясно ви́деть βλέπω καθαρά· \ясно представлять ἔχω ξεκάθαρη ἀντίληψη· \ясно говорить μιλώ καθαρά· коротко и \ясно καθαρά καί ξάστερα, ὁρθά κοφτά·
    2. предик безл (понятно):
    \ясно, что εἶναι φανερό, ἐννοείται· \ясно без слов αὐτό ἐννοείται, αὐτό ἐξυπακούεται· \ясно, как день εἶναι φως φανερό·
    3. предик безл (о погоде) ὁ καιρός εἶναι αίθριος·
    4. утвердит, частица (в смысле «конечно») разг ἀσφαλώς, βεβαίως, βέβαια

    Русско-новогреческий словарь > ясно

  • 3 απόδειξη

    [-ις (-εως)] η
    1) доказательство, свидетельство;

    ξεκάθαρη απόδειξη — яркое свидетельство;

    αδιάψευστη απόδειξη — неопровержимое доказательство;

    2) расписка, квитанция;

    απόδειξη παραλαβής — расписка в получении;

    απόδειξη εξοφλήσεως — расписка об уплате (долга и т. п.);

    3) юр. показание;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απόδειξη

См. также в других словарях:

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Γιτς, Γουίλιαμ Μπάτλερ — (William Butler Yeats, Σαντιμάουτ, Δουβλίνο 1865 – Ροκμπρίν, Γαλλία 1939). Ιρλανδός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Γιος ζωγράφου, αφομοίωσε την πείρα της κίνησης των προραφαηλικών. Στο Λονδίνο συνδέθηκε αργότερα με έναν περιορισμένο κύκλο… …   Dictionary of Greek

  • Ζιμπάμπουε — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε Παλαιότερη ονομασία: Ροδεσία Έκταση: 390.759 τ. χλμ Πληθυσμός: 11.376.676 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Χαράρε (1.864.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α και στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Μίλοζ, Τσέσλαβ — (Czeslaw Milosz, Σετεϊνιάι, Λιθουανία 1911 –). Αμερικανοπολωνός συγγραφέας. Σπούδασε στο Βίλνιους, το οποίο εκείνη την εποχή ανήκε στην Πολωνία. Συνιδρυτής της λογοτεχνικής ομάδας Ζάγκαρι, στην δεκαετία του ’30 κυκλοφόρησε δύο ποιητικές συλλογές… …   Dictionary of Greek

  • Υεμένη — Η Yεμένη βρίσκεται στο νότιο άκρο της Aραβικής Xερσονήσου. Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Oι πρώτοι μουσουλμάνοι που ζούσαν γύρω από τη… …   Dictionary of Greek

  • γραφή — η 1. απεικόνιση του λόγου με γράμματα, το γράψιμο: Δεν μπόρεσε να μάθει γραφή. 2. ο τρόπος σύμφωνα με τον οποίο γράφει κάποιος, ο γραφικός χαρακτήρας: Η γραφή του δεν είναι ξεκάθαρη. 3. το γράμμα, η επιστολή: Έστειλαν γραφή στο βασιλιά. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»