-
1 ξεβουλώνω
[ксэвулоно] р. распечатывание, откупоривание,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξεβουλώνω
-
2 откупоривать
-
3 раскупорить
-рю, -ришьρ.σ.μ. εκπωματίζω, ξεβουλώνω• ξεταπώνω.εκπωματίζο-μαι, ξεβουλώνω• ξεταπώνομαι. -
4 раскупоривать
εκπωματίζω, ξεβουλώνω, ξεταπώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раскупоривать
-
5 откупорить
ρ.σ.μ. ξεβουλώνω, ξεταπώνω, εκπωματίζω, ανοίγω ξεστουπώνω.εκπωμα-τίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
6 ототкнуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ототкнутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.(απλ.) ξεβουλώνω ξεταπώνω βγάζω το κούπωμα, το καπάκι.
См. также в других словарях:
ξεβουλώνω — ξεβουλώνω, ξεβούλωσα, ξεβουλωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεβουλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. μτβ., αποπωματίζω, βγάζω το πώμα, το καπάκι: Ξεβούλωσε το μπουκάλι και βάλε στα ποτήρια κρασί. 2. μτβ. και αμτβ., αφαιρώ εμπόδιο από σωλήνα, αποφράζω και αποφράζομαι: Ήρθε ο τεχνίτης και ξεβούλωσε το νεροχύτη. – Ρίξαμε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεβούλωμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεβουλώνω, αφαίρεση βουλώματος, απόφραξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεστουπώνω — ξεστούπωσα, ξεστουπώθηκα, ξεστουπωμένος, αφαιρώ το στούπωμα, ξεβουλώνω, αποφράζω: Ξεστούπωσα το νεροχύτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)