-
1 ξεβάφω
[ксэвафо] р. выцветать, линять.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξεβάφω
-
2 линять
-
3 выгореть
1. (сгореть) καίγομαι, αποτεφρώνομαι 2. (выцвести, потерять цвет) ξεθωριάζω, ξεβάφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выгореть
-
4 вылинять
1. (потерять первоначальный цвет) ξεθωριάζω, ξεβάφω 2. (ο животных) μαδιέμαι, τριχορροώ, (о птицах) πτε-ρορροώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вылинять
-
5 выцветание
ο αποχρωματισμός-ть ξεβάφω, ξεθωριάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выцветание
-
6 обесцветить
αποχρωματίζω, ξεβάφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обесцветить
-
7 выгорать
выгоратьнесов1. καίομαι, ἀποτεφρώνομαι·2. (от солнца) ξεβάφω, ξεθωριάζω. -
8 вылинять
вылинятьсов1. (о краске) ξεβάφω, ξεθωριάζω·2. (о животных, птицах) μαδάω, χάνω τό τρίχωμα. -
9 линять
линятьнесов1. (о материи) ξεβάφω, ξεθωριάζω, ξεθωρίζω·2. (о животных, птицах и т. п.) ἀλλάζω τρίχωμα, ἀλλάζω δέρμα. -
10 обесцветить
обесцветитьсов, обесцвечивать несов ἀποχρωματίζω, ξεχρωματιζω, ξεβάφω. -
11 облезать
облезатьнесов1. (о животных) τρι-χορροῶ, μαδῶ, πέφτει τό μάλλι μου/ πτερορροώ (о перьях)·2. (о лаке, краске и т. п.) ξεβάφω, ξεθωριάζω. -
12 слезать
слезатьнесов1. κατεβαίνω, κατέρχο-Ι-αι:\слезать с лошади ξεπεζεύω, (ξεκαβαλλι-Κεύω) τό ἄλογο·2. (выходить из трамвая и т. п.) разг βγαίνω, κατεβαίνω· * разг ἀποσπώμαι, πέφτω (άμετ.), βγαίνω (о коже) I ξεβάφω, ξεθωριάζω (о краске и т. п.). -
13 линять
[λινγιάτ'] ρ. ξεβάφω, αλλάζω τρίχωμα -
14 линять
[λινγιάτ'] ρ ξεβάφω, αλλάζω τρίχωμα -
15 выгореть
-
16 вылинять
ρ.σ.1. ξεθωριάζω, ξεβάφω.2. μαδιέμαι, πτερορροώ, τριχορροώ. -
17 выцвести
-етет, παρλθ. χρ. выцвел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выцветший, ρ.σ. ξεβάφω, αποχρωματίζομαι, ξεθωριάζω, αλλαξοθωριάζω, ξασπρίζω. -
18 жухнуть
-нетρ.δ. ξεβάφω, ξεθωριάζω, αλλαξοθωριάζω. || μαραίνομαι, μαραγκιάζω, ζουριάζω• ξηραίνομαι. -
19 линять
-яетρ.δ.1. αποχρωματίζομαι, ξεθωριάζω, ξασπρίζω, ξεβάφω• κόβει, ξανοίγει το χρώμα.2. τριχορροώ• πτερορροώ• μαδιέμαι. -
20 обесцветить
-чу, -тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обесцвеченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ. αποχρωματίζω, ξεβάφω, ξασπρίζω, ξεθωριάζω.αποχρωματίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ξεβάφω — ξεβάφω, ξέβαψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεβάφω — 1. βγάζω το χρώμα από κάτι, αποχρωματίζω («ο ήλιος μου ξέβαψε την μπλούζα») 2. χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω («ξέβαψαν τα μαλλιά μου») 3. (σχετικά με μέταλλα) αφαιρώ με πύρωση ή άλλο τρόπο τη βαφή … Dictionary of Greek
ξεβάφω — ξέβαψα, ξεβάφτηκα, ξεβαμμένος 1. μτβ., αποχρωματίζω, βγάζω το χρώμα, ξεθωριάζω, ξασπρίζω: Ο ήλιος ξέβαψε τις κουρτίνες μας. 2. αμτβ., αποχρωματίζομαι, χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω: Αυτά τα χρώματα δεν ξεβάφουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
αναξερνώ — ( άω) 1. κάνω εμετό, ξερνώ 2. αναδίνω (νερό, υγρασία κ.λπ.) 3. αναδίνω χρώμα, ξεβάφω 4. (για ύφασμα) εμφανίζω, παρουσιάζω και πάλι κηλίδα που φαινόταν να έχει καθαρίσει … Dictionary of Greek
αποβάφω — (Α ἀποβάπτω) νεοελλ. 1. ολοκληρώνω το βάψιμο 2. χάνω το χρώμα μου, ξεβάφω αρχ. 1. βυθίζω κάτι στο νερό ή σε άλλο υγρό 2. αντλώ νερό … Dictionary of Greek
βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» … Dictionary of Greek
ετεροχροώ — ἑτεροχροῶ, έω (Α) [ετερόχρους] 1. έχω διαφορετικό χρώμα 2. (για οστά) υφίσταμαι εξασθένηση τού χρώματος, αποχρωματίζομαι, ξεθωριάζω, ξεβάφω … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
ξέβαμμα — και ξεβάψιμο, το [ξεβάφω] 1. εξάλειψη τού χρώματος από ένα βαμμένο αντικείμενο 2. φθορά τού χρώματος, ξεθώριασμα 3. (για μέταλλα) αποχαλύβωση … Dictionary of Greek
ξεθωριάζω — [ξέθωρος] 1. αφαιρώ το χρώμα κάποιου αντικειμένου, ξεβάφω, ξασπρίζω («ο ήλιος ξεθώριασε την μπλούζα») 2. χάνω το χρώμα μου, υφίσταμαι αλλοίωση τού χρωματισμού μου («ξεθώριασε το φόρεμά μου από το συχνό πλύσιμο») … Dictionary of Greek